Με την περίοδο της Σαρακοστής να κορυφώνεται και το παραδοσιακό τραπέζι της 25ης Μαρτίου να πλησιάζει, η συζήτηση γύρω από τον "μπακαλιάρο" επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο. Όμως, μια ερώτηση προκαλεί σύγχυση ακόμη και στους πιο υποψιασμένους καταναλωτές: Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον "βακαλάο" και τον "μπακαλιάρο"; Και αν ναι, ποια είναι αυτή;
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Οι λέξεις "βακαλάος" και "μπακαλιάρος" χρησιμοποιούνται εναλλακτικά στην καθημερινή γλώσσα για να περιγράψουν το ίδιο είδος ψαριού – το Cod της αγγλικής γλώσσας, δηλαδή τον Γάδο. Ωστόσο, η διαφοροποίηση στις ονομασίες δεν είναι τυχαία.
Η λέξη "βακαλάος" έχει ισπανικές ρίζες (bacalao), ενώ η λέξη "μπακαλιάρος" είναι εξελληνισμένος τύπος της ιταλικής λέξης baccalà. Και οι δύο όροι λοιπόν προέρχονται από τις γλώσσες της Μεσογείου και μπήκαν στην ελληνική καθομιλουμένη μέσω των εμπορικών και πολιτιστικών επαφών που είχαν οι Έλληνες κυρίως με Ιταλούς και Ισπανούς εμπόρους.
Από άποψη ιχθυολογίας, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο όρων. Και οι δύο αναφέρονται στον ίδιο τύπο ψαριού, που ανήκει στο γένος Gadus, με πιο γνωστό εκπρόσωπο τον Gadus morhua, γνωστό και ως βόρειο ή ατλαντικό είδος γάδου.
Η πραγματική διαφοροποίηση δεν βρίσκεται στην ονομασία, αλλά στη μορφή υπό την οποία καταναλώνεται το ψάρι: φρέσκο ή παστό. Ο παστός, παστωμένος και στη συνέχεια ξαρμυρισμένος μπακαλιάρος είναι εκείνος που έχει συνδεθεί με την παραδοσιακή ελληνική συνταγή «μπακαλιάρος σκορδαλιά» και το εορταστικό τραπέζι της 25ης Μαρτίου.
Ανάλογα με την περιοχή, η μία ονομασία μπορεί να υπερισχύει της άλλης. Για παράδειγμα, στη Βόρεια Ελλάδα και σε νησιωτικές περιοχές ακούγεται συχνότερα το «βακαλάος», ενώ στην Αθήνα και την ηπειρωτική Ελλάδα προτιμάται το «μπακαλιάρος».
Αξιοσημείωτο είναι ότι και οι δύο όροι διατηρούνται ζωντανοί στον προφορικό λόγο, χωρίς να υπάρχει αυστηρός κανόνας χρήσης. Ουσιαστικά, η επιλογή ανάμεσα σε «βακαλάο» και «μπακαλιάρο» είναι θέμα γλωσσικής συνήθειας, χωρίς να υποδηλώνει καμία ουσιαστική διατροφική ή είδος-λογική διαφορά.