Θεσσαλονίκη. Αύγουστος του 2009. (Ακριβώς πριν από πέντε χρόνια, στο τσακ πριν έρθει η κρίση...)
ΠΡΩΙ
Κάπου πιο πέρα υπάρχει η χαρά και ζωντάνια, στη Νίκης, στην Τσιμισκή, στα Λαδάδικα, στην Αριστοτέλους. Όμως ακριβώς εδώ που είμαι τώρα υπάρχει μόνο το άγχος κι η κατήφεια. Επιβάτες περιμένουν αγουροξυπνημένοι το λεωφορείο, οδηγοί παρκάρουν τσατισμένοι στο μεγάλο υπαίθριο πάρκινγκ που πιάνει όλη την πλατεία, όλοι θέλουν να φύγουν το συντομότερο. Η πλατεία Ελευθερίας είναι γι' αυτούς ένας σταθμός μετεπιβίβασης, ένας χώρος σύντομης αναμονής, μια μικρή στάση μέχρι να πάνε κάπου καλύτερα. Για μένα σήμερα είναι το σπίτι μου.
Κρυφακούω συζητήσεις: ένας άστεγος ζητιάνος κράζει τον Καραμανλή, Αθηναίοι σχολιάζουν όλο ζήλεια τους ηλεκτρονικούς πίνακες δρομολογίων, μια κυρία λέει πως κατά λάθος μισοέφαγε τη διακοσμητική κορδελίτσα ενός σάντουιτς απ' τη Λοκάντα, κάποιος διαμαρτύρεται σε οδηγό λεωφορείου που αφήνει ανοιχτή τη μηχανή για δέκα λεπτά και μας φλομώνει στο καυσαέριο.
Κοιτάζω τη φύση, τα κίτρινα φύλλα που τα παίρνει το φθινοπωρινό αεράκι, τα σύννεφα στον ουρανό, μια υποψία ήλιου. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή: μυρίζει καυσαέριο, το γυράδικο της Βενιζέλου, η θάλασσα... Αλλά κυρίως καυσαέριο.
Είναι γνωστό: είμαι στην περιοχή με τη (σχεδόν) μεγαλύτερη ατμοσφαιρική ρύπανση αλλά και την περισσότερη ηχορύπανση στην πόλη! Μια ολόκληρη μέρα εδώ πέρα... Ο υποχόνδριος μέσα μου αρχίζει να ανησυχεί...
ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Μια ηλικιωμένη γυναίκα με καπέλο τζόκεϊ «Tina Turner World Tour» με κοιτάζει περίεργα, μιας και είμαι στην ίδια θέση απ' το πρωί... Κάνω ότι την αγνοώ καθώς βλέπω έναν τροχονόμο να προσπαθεί να ελέγξει το κυκλοφοριακό κομφούζιο. Στα χέρια του κρατάει ένα χοντρό βιβλίο και πρόκειται να σκάσω αν δε δω ποιο είναι. Πλησιάζω δήθεν αδιάφορα: «Το πρακτικό εγχειρίδιο κανόνων κυκλοφορίας» (!)
Τα λεωφορεία έρχονται το ένα μετά το άλλο, αδειάζουν, γεμίζουν, ξαναφεύγουν, ξαναέρχονται. Ύστερα από τόσες ώρες που τα παρατηρώ αρχίζω να κατρακυλάω σε κλισέ υπαρξιακές μεταφορές για τον κύκλο της ζωής και σε μηδενιστικές σκέψεις...
...οι οποίες όμως διακόπτονται όταν γυναίκα που έχει κατέβει απ' το λεωφορείο βάζει τις φωνές: «Μου έκλεψαν το πορτοφόλι! Ο Αλβανός που καθόταν στο διπλανό κάθισμα! Βρείτε τον!» Ο άντρας της (που μάλλον ντρέπεται για την όλη σκηνή) προτείνει να ψάξουν μήπως κάπου της έπεσε.
Αυτή επιμένει: «Αποκλείεται, στο λεωφορείο μου το πήραν, και είχα μέσα 25 ευρώ! Ή ο Αλβανός ή καμιά γύφτισσα!». Βάζει τα κλάματα. Ξέρεις ότι η οικονομική κρίση και μια ύφεση πλησιάζουν απειλητικά όταν ο κόσμος φρικάρει επειδή έχασε 25 ευρώ.
ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Πάω μια βόλτα στους γύρω δρόμους και βλέπω τον Ερμή, το Απρόοπτο και το μαγαζί του Αρκτούρου στη Ρογκότη, τις ουρές στις τράπεζες της Ι. Δραγούμη, τα άδεια ταξιδιωτικά πρακτορεία στη Βενιζέλου. Μπροστά στη βιτρίνα του Telemarketing Store συναντώ ενθουσιασμένες γιαγιάδες. Κοιτάζω κι εγώ.
Ένα εντυπωσιακό χρωματιστό τζάκποτ έχει μια ταμπελίτσα που γράφει: «Διασκεδάστε τώρα σαν ένας πραγματικός κοσμοπολίτης στο σπίτι, ΣΑ ΝΑ ΕΊΣΤΕ ΣΤΟ ΚΑΖΙΝΟ!». Δεν κρατιέμαι και μπαίνω να ρωτήσω την τιμή. Ήταν «μόνο 594 ευρώ!»
Στην ίδια βιτρίνα βλέπω: συσκευή αλκοτέστ, αντιθερμικά γάντια για άντρες («σχεδιασμένα κομψά για να δίνουν την απόλυτη ευκινησία»), ψηφιακό τακτοποιητή νομισμάτων του ευρώ (τα ρίχνεις σε μια τρύπα και μπαίνουν αυτόματα στη σωστή θέση, σχεδόν μαγικό!), πίνακες μινιατούρες του Ιμπρεσιονισμού, αφυγραντή αυγό κι ένα σωρό άλλα πράγματα που επειδή δεν έχουν καρτελάκι με περιγραφή ποτέ δε θα μάθουμε τι ακριβώς κάνουν.
Η ηλικιωμένη με το καπέλο Tina Turner με ξανακαρφώνει, αλλά, οκ, αυτή τι κάνει όλη μέρα εκεί; Μισή ντροπή δική μου, μισή δική της.
Αργότερα περνάει κάποιος που μοιάζει με τον Κώστα Μαρτάκη κι ένα σούσουρο απλώνεται πίσω του. «Ο Μαρτάκης, ο Μαρτάκης!», φωνάζουν έφηβα κορίτσια που περιμένουν το λεωφορείο. Αυτός γυρίζει και διευκρινίζει ότι δεν είναι ο Μαρτάκης. «Ακόμα καλύτερα!» φωνάζουν τα έφηβα κορίτσια.
ΒΡΑΔΥ
Η αγορά έχει κλείσει, τα λεωφορεία αραιώνουν, κάπου αλλού ο κόσμος διασκεδάζει.
Περπατάω στο σιωπηλό πάρκινγκ. Κάθε τόσο τρομάζω: στα σκοτεινά αυτοκίνητα υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται, καπνίζουν ή φιλιούνται.
Πάω ξανά στις στάσεις και στο έδαφος βρίσκω μια παλιά, παμβρώμικη Καθημερινή. Ο υποχόνδριος μέσα μου δεν αηδιάζει και πολύ κι έτσι τη μαζεύω για να την ξεφυλλίσω. Ξαφνικά από κάτω της βλέπω ένα κλωτσημένο, λερωμένο πορτοφολάκι. Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, αν με βλέπει κανείς, και το μαζεύω. Είναι βαρύ. Προσεύχομαι να έχει ένα εκατομμύριο ευρώ, αλλά μέσα βρίσκω μόνο κέρματα. Κάνω την πρόσθεση: περίπου 25 ευρώ... Απίστευτο, βρήκα το περίφημο μεσημεριανό πορτοφόλι των 25 ευρώ!
Δεν ήταν λοιπόν ο Αλβανός που κάθισε δίπλα στη γυναίκα, ούτε «καμιά γύφτισσα»... Της είχε πέσει κατεβαίνοντας. Δεν το είχε αναζητήσει εδώ και ούτε θα το αναζητούσε στο μέλλον...
Προς μεγάλη μου έκπληξη ο άστεγος που έκραζε τον Καραμανλή το πρωί είναι ακόμα στη γωνία με Ι. Δραγούμη. Κοιμάται του καλού καιρού. Πλησιάζω και του αφήνω το πορτοφόλι.
Σκέφτομαι πως θα έχει μια ωραία έκπληξη όταν ξυπνήσει, και σταματάω ένα ταξί για να πάω κι εγώ, επιτέλους, για ύπνο.
*Η στήλη 'Μια Μέρα στην Πόλη' δημοσιευόταν στο έντυπο Παράλλαξη την περίοδο 2009-10. Δεν είχε ψηφιοποιηθεί ποτέ, μέχρι σήμερα.
σχόλια