Ανέβηκα σ' εκείνο το αεροπλάνο, εκείνη την πρώτη φορά, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Χωρίς να ξέρω τι θα βρω. Το μόνο που είχα ήταν μια υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον, κάπου πιο καλά από δω. Πάρε μας μαζί σου στη βαλίτσα, έλα χωράμε, μου έλεγαν οι φίλοι. Άλλοι έκλαψαν, άλλοι λυπήθηκαν, άλλοι χάρηκαν, άλλοι ζήλεψαν. Λογικό. Αν τους έδειχνα τις συνέπειες του δρόμου που διάλεξα να πάρω δε νομίζω να ζήλευαν και τόσο. Αν τους μίλαγα για εκείνα τα αντίο στο αεροδρόμιο, για εκείνες τις τελευταίες αγκαλιές που κανείς άλλος δεν μπορεί να καταλάβει αν δεν έχει ζήσει στο εξωτερικό. Αν με έβλεπαν αφότου είχα γυρίσει την πλάτη και απομακρυνόμουν, δεν θα είχαν την ίδια γνώμη.
Φεύγεις και περιμένεις στωικά, μοιρολατρικά ακόμα, μια υπόσχεση για ένα καλύτερο αύριο. Καλύτερο από αυτό που σου στερήσανε στην ίδια σου τη χώρα. Αχ Ελλάδα λες, και το μόνο που σου μένει τελικά είναι μια γλυκόπικρη γεύση. Γλυκιά από τις αναμνήσεις, την αγάπη, τη χαρά, την παιδική σου ηλικία, από όλα αυτά που έζησες. Πικρή από όλα αυτά που αφήνεις πίσω.
Κι εκείνη τη στιγμή της απογείωσης -ξέρεις, όταν νιώθεις ότι σε σπρώχνουνε προς τα εμπρός, ίσως και χωρίς να θέλεις, βίαια, απότομα- εκείνη τη στιγμή είναι που αναπόφευκτα ίσως τα μάτια σου θα βουρκώσουν, θα κοιτάξεις έξω απ' το παράθυρο, θα πεις αντίο στον ήλιο και στον αληθινά μπλε ουρανό, τη θάλασσα που τόσο αγαπάς..
Καλά τα έλεγε ο Καβάφης τελικά. Αποχαιρέτα τώρα την Ελλάδα σου. Την Ελλάδα που σε έδιωξε, την Ελλάδα που σε πόνεσε, που σου πήρε τη ζωή που θα μπορούσες να έχεις. Αποχαιρέτα την Ελλάδα σου, την Ελλάδα σου που χάνεις.