«Tο μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις σε έναν άνθρωπο είναι να μην είσαι μαζί
του για πάντα. Οφείλεις κάποια στιγμή να αποσύρεις τον ίσκιο της παρουσίας σου. Θέλεις να σου απαριθμήσω τους λόγους; Αλίμονο στους ανθρώπους στους οποίους
γίνεσαι απαραίτητος. Καμιά φυλακή δεν είναι τόσο σκληρή όσο το "για πάντα". Ρώτα τον Προμηθέα, τον Σίσυφο, τον εαυτό σου. Είναι χυδαίο να ταυτίζεις την έκταση της αγάπης με εκείνη της ζωής. Τα δώρα της αγάπης με εκείνα της ζωής. Τις ανάγκες της αγάπης με εκείνες της ζωής. "Oh life, it's bigger It's bigger than me and am not...everything, baby."Το "γιαπάντα" είναιμιααυτοσχέδιααυταπάτη θέωσης».
Με αγάπη,
Analiese.
Hi,
Carmelo is typing…
Είμαι πρόσφυγας. Δεν γεννήθηκα πρόσφυγας. Δεν είναι κάτι όπως η προβοσκίδα στον ελέφαντα ή το πέος στον άντρα, για παράδειγμα. Μεγάλωσα στην Ιορδανία, έζησα στην Πορτογαλία, σπούδασα στην Αγγλία και κάποια στιγμή γύρισα στο Αμμάν. Ο πόλεμος, όμως, με βρήκε στη Δαμασκό της Συρίας.
Η κοπέλα της φωτογραφίας είναι η Analiese, γερμανίδα από το Αμβούργο, δυο ώρες πριν με χωρίσει.
Εγώ είμαι αυτός που μοιάζει με τον Καντάφι.
Στην πλάτη μου ο Νίκι.
Εκείνη με είχε ερωτευτεί όταν σπουδάζαμε στο Birmingham. Εγώ θα την ερωτευτώ στο τέλος της ιστορίας, όταν θα διαβάσω το γράμμα, που χρησιμοποιήθηκε ως πρελούδιο της αφήγησης, στη γωνία Bristol και Grange road, και θα την βλέπω, από το απέναντι πεζοδρόμιο, να περιμένει σαν άγαλμα, μέσα στην αγγλική ομίχλη, το λεωφορείο 22, κάνοντάς μου το σήμα της νίκης με τα δυο της δάκτυλα, στο ένα εκ των οποίων φορούσε ένα μπλε δακτυλίδι που δεν είχα ξαναδεί. Ήταν βέρα και θα το μάθαινα την ώρα που θα άνοιγα το πακέτο που συνόδευε το αποχαιρετιστήριο γράμμα, στο οποίο υπήρχε η δική μου, και ήταν κόκκινη.
Βρέθηκε στη Δαμασκό, που λες, γιατί έκανε εμπόριο λουκουμιών και μπαχαρικών αλλά στην πραγματικότητα έψαχνε αφορμή για να σμίξουν οι ζωές μας. Έξι μήνες μετά τις πρώτες εχθροπραξίες και ενώ είχε τη δυνατότητα, σαν δυτική, να φύγει, δεν το έκανε. Είχε μια εξατομικευμένη φιλοσοφία η οποία προέτασσε, πάντα, ότι είχε μεγαλύτερο αφηγηματικό ενδιαφέρον. «Θα φύγουμε μαζί», μου είπε, στις 22 Μαρτίου 2014 και μετά γύρισε το τηλεσκόπιο προς τα δυτικά της πόλης παρακολουθώντας τα δρώμενα. «Διακρίνω ύφεση. Είναι μια καλή ευκαιρία. Έχω σχέδιο!», διαμήνυσε και εγώ προσπάθησα να διακρίνω στον ήχο της φωνής της τους λογικούς συνειρμούς που την οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Έπειτα έβγαλε το ανατολικογερμανικής αισθητικής κιλοτάκι της και μπήκε για μπάνιο αφήνοντας την πόρτα μισάνοικτη. «Μου κλείνεις τον θερμοσίφωνα», φώναξε καθώς κατουρούσε.
Περάσαμε τις επόμενες δύο μέρες φτιάχνοντας σπανακοτυροπιτάκια για τον δρόμο. Τρία μπολ από δαύτα, δεκαπέντε κρουασάν και δυο χαρτόκουτες με χειροβομβίδες θα ήταν οι προμήθειές μας, για τις πρώτες τρεις νύχτες, που θα χρειαζόμασταν για να περάσουμε τα σύνορα.
Τη νύκτα της 25ης Μαρτίου, σε ένα νωπό από την υγρασία, αν και καταπράσινο, λιβάδι με κερασιές, στα νότια της Δαμασκού, μας περίμενε ένα αερόστατο. «Τι είναι αυτό;» την ρώτησα στραβοκαταπίνοντας.
«Απογείωση!» φώναξε. Ταξιδεύαμε από το ηλιοβασίλεμα μέχρι την αυγή. Η απόπειρά μας, ακόμα και αν δεν είχε αίσιο τέλος, είχε καλλιτεχνική αξία. Ποτέ δεν ξανάδα τόσα χρώματα, όταν, βέβαια, μπόρεσα να διακρίνω μετά τις πρώτες 15 φορές που ξέρασα. Ίλιγγος!
Όσο πετούσαμε περνούσε την ώρα της σχεδιάζοντας, με το μανό των νυχιών της, καρδούλες και λουλουδάκια, στις χειροβομβίδες. Δυο φορές χρειάστηκε να τις χρησιμοποιήσουμε.
«Στάσου, είναι παιδιά!» μου έσπρωξε το χέρι.
«Είσαι τρελή γαμώ τον ανθρωπισμό σου;», της φώναξα αντιλαμβανόμενος πως η χειροβομβίδα είχε πέσει μέσα στο καλάθι του αερόστατου, ανάμεσα στις άλλες.
«Ποια είναι;»
Αρχίσαμε να τις πετάμε όλες. Τελικά δεν είχε απασφαλιστεί καμία. Ξεμείναμε όμως.
Φτάσαμε στα σύνορα τις πρώτες μέρες του Απρίλη. Το κομμάτι της εισόδου μας στην Τουρκία θα αποσιωπηθεί. Ανάμεσα στο να σου πω ψέματα ή όλη την αλήθεια, προτίμησα τη σιωπή. Όσο παραμένει μυστικό θα μπορούν άνθρωποι να γλιτώνουν.
Τις επόμενες 17 μέρες διασχίσαμε όλη την Τουρκία, στην πλάτη ενός ροζ ελέφαντα. Μας τον πούλησε ένα περιφερόμενο τσίρκο για 2.300 ευρώ. Δεν είχαμε σκεφτεί όμως ότι η Μαριλού, έτσι τον έλεγαν, θα ήθελε να τρώει. Δεκαπέντε ώρες την μέρα έτρωγε και τις νύχτες κάναμε πορεία. Τον Απρίλιο του 2014 δεν έμεινε περιβόλι για περιβόλι όρθιο, στη νότια Τουρκία. Πορτοκαλιές, ελιές, αμυγδαλιές προσκυνούσαν από όπου περνούσαμε. Είμαι βέβαιος πως ακόμα και σήμερα θα είναι ορατά τα σημάδια του ροζ τυφώνα με τη μεγάλη προβοσκίδα.
Πράγματι το πρόβλημα της Δύσης θα ήταν το πέρασμα των πεινασμένων και για εμάς η Δύση ξεκινούσε από την Τουρκία.
Το ζήτημα της δίψας ήταν μεγαλύτερο, πάντως. Από τα Άδανα ως το Αϊδίνιο αδειάσαμε τρία σιντριβάνια, πέντε λίμνες και εξακόσια λίτρα νερού, coca cola, και red bull.
Και πάλι ίλιγγος!
Τα βράδια, που λες, μας πλαισίωνε ένα σμήνος από πυγολαμπίδες το οποίο φώτιζε τον δρόμο μας αλλά και μας κατεύθυνε από τα πιο ασφαλή και αχαρτογράφητα μονοπάτια. Το μοτίβο μου θύμισε το απόφθεγμα του Σοπενχάουερ ότι οι θρησκείες είναι σαν τις πυγολαμπίδες για να λάμψουν θέλουν απόλυτο σκοτάδι, και από σκοτάδι άλλο τίποτα.
Για να μην κινούμε υποψίες μεταμφιεστήκαμε, εγώ σε κλόουν. Εκείνη φόρεσε τσαντόρ. Εγώ κρατούσα ένα αυτόματο Μ4 και αυτή ένα Cimarron. Ναι, καλά κατάλαβες και σε αυτό, όπως στις χειροβομβίδες, σχεδίαζε… έλα πέστο!
Κα-ρδού-λες και λου-λου-δά-κια.
Φτάσαμε στις ακτές του Αιγαίου με στόχο να περάσουμε στο Καστελόριζο. Όταν η Μαριλού είδε το κανό κατάλαβε ότι δεν θα συνεχίσει μαζί μας, πήρε και εκείνη το θλιμμένο προσωπείο ενός κλόουν αλλά με προβοσκίδα. Άρχισε να κάνει χαριτωμενιές για να μην την αφήσουμε πίσω. Σηκωνόταν στα δυο πόδια, περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της σηκώνοντας σκόνη. Μέχρι που προσπάθησε να πατήσει με το πόδι στο κανό για να δει αν μας χωράει και τους τρεις. Εκείνο το δευτερόλεπτο κόπηκαν τα γόνατά μου.
Τότε, μόλις, συνειδητοποιήσαμε ότι την είχαμε στερήσει από την οικογένεια της καταδικάζοντάς την, πρώτα σε ορφάνια και κατόπιν σε θάνατο. Το μεγαλειώδες θηρίο είχε δικαιώματα και όχι μόνο υποχρεώσεις.
Αλλά τι ξέρουν οι άνθρωποι από αυτά; Άγνωστες έννοιες για τη σχέση μας με την μη ομιλούσα φύση.
Έκοψα ένα κλαδί αμυγδαλιάς και της το έδωσα στην προβοσκίδα. Εκείνη δεν το δέχθηκε. Με κοίταξε με απογοήτευση. Έστρεψε το βλέμμα της στην Analiese. Που την αναγνώριζε ως αρχηγό.
«Τι θέλετε πια!», φώναξα δακρύζοντας όπως όταν με είχαν χτυπήσει, κάτι μαλακισμένα, γυρίζοντας από το νηπιαγωγείο, επειδή ήμουν μιγάς. Με τον πόλεμο είχα ξεχάσει να κλαίω, ήξερα μόνο να φοβάμαι.
Η Analiese την πλησίασε και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Η Μαριλού γύρισε και ξεμάκρυνε, χωρίς να μας ξανακοιτάξει. Περπατούσε καταμεσής του δρόμου, σε ρυθμό μπλουζ, σαν γυναίκα που πρόδωσε και δεν νιώθει να ανήκει πουθενά πια.
Όλα τα αυτοκίνητα έκαναν όπισθεν από όπου περνούσε. Καθώς έφευγε σήκωσε την προβοσκίδα της στον ουρανό και έγνεψε πέρα δώθε το κεφάλι της σαν να μην ήθελε να το πιστέψει. «Τελικά οι άνθρωποι δανείζονται γκριμάτσες από τα ζώα ή τα ζώα μιμούνται τους ανθρώπους;» αναρωτήθηκα.
«Τι της είπες;» ρώτησα.
Λοιπόν, ας συνεχίσουμε την ιστορία γιατί…
Όταν θα περνούσαμε στην Ελλάδα θα κάναμε πολιτικό γάμο στην γερμανική πρεσβεία. Αυτό θα με εξασφάλιζε. Φτάσαμε στο Καστελόριζο με κανό και στον Πειραιά, με Blue Star. Δυο βδομάδες μετά, προσγειωθήκαμε στο Birmingham μέσω Φραγκφούρτης.
Πήγαμε στο φοιτητικό παλαιστινιακό εστιατόριο που είχαμε γνωριστεί για να γιορτάσουμε την νέα μας ζωή. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Εκεί με περίμενε μια έκπληξη.
Μου ανακοίνωσε την απόφασή της να μείνουμε επίσημα παντρεμένοι, για να μην χρειαστεί να γυρίσω πίσω, αλλά να πάψουμε να είμαστε μαζί.
«Δεν είσαι φτιαγμένος για μια γυναίκα Carmelo. Θα σε αγαπώ για πάντα αλλά δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Για ανθρώπους σαν εμάς είναι πάντα πολύ νωρίς και πολύ αργά για οτιδήποτε. Δείχνεις πάντα τόσο πρόθυμος για κάθε γυναίκα και εγώ περισσότερο από το να προκαλώ έρωτα ξέρω να αγαπώ. Δεν θα μας βγάλει ούτε μέχρι την απέναντι γωνία. Τώρα που σε έβγαλα από την κόλαση νιώθω ότι δεν με έχεις ανάγκη πια και δεν φταις εσύ για αυτό».
Όχι, δεν έκλαψα, όπως για την Μαριλού.
Τις επόμενες εβδομάδες περιπλανήθηκα, στα παλιά μου λημέρια και οργάνωσα ένα road trip, με έναν βούλγαρο ονόματι Νίκι, μέχρι την Λισαβόνα. Δεν μπορούσα να ζω άλλο στην Αγγλία. Άραξα εκεί και εργάστηκα σεκιουριτάς σε ένα parking. Περνούσα τις νύχτες περιμένοντας μια νέα δημοσίευση στο wall της Analiese. Είχαν αντιστραφεί οι ρόλοι. Θα την ακολουθούσα οπουδήποτε. Παράλληλα, βέβαια, πήδαγα όλη την πόλη. Όχι την μισή. Όλη!
Έξι μήνες αργότερα ανέβασε φωτογραφία καβάλα στη Μαριλού.
«Της υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει!» μουρμούρισα ανακαλώντας τη σκηνή του αποχωρισμού. Είχε πάει να συνεχίσει την αποστολή της. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια σαν μωρό που βλέπει την μάνα του να επιστρέφει σπίτι.
Τον Νοέμβρη του 2015 έφτασα στη Λέσβο και βοηθούσα τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, ένιωθα πως έτσι έπαιρνα τη σκυτάλη, από το χέρι της γυναίκας μου. Γινόμουν κρίκος μιας αλυσίδας που δεν έπρεπε να σπάσει.
Με όποιον πρόσφυγα ερχόμουν κοντύτερα του αφηγούμουν την ιστορία μας.
Εχθές, όμως, ο Ρίκο, ένας εξάχρονος ορφανός σύρος που περισυλλέξαμε με υποθερμία, αγκαλιά με το λούτρινο κουκλάκι του, τον Τίκι Τίκι , μου είπε ότι άκουσε πως ένα καραβάνι με ροζ ελέφαντες δέχθηκε επίθεση από γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη. «Δεν τα λένε όλα τα κανάλια σας;» αναρωτήθηκε.
Δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια.
Δεν έπρεπε να είναι αλήθεια.
Βούτηξα και άρχισα να κολυμπάω προς τα τουρκικά παράλια.
Εκείνοι ψάχναν τη σωτηρία στον δικό μας Παράδεισο και εγώ τον χαμένο μου εαυτό στη δική τους Κόλαση.