Ο Αντρέας, έκανε τη βάρδια του στο αεροδρόμιο όταν περνώντας μπροστά από τα αφορολόγητα, βλέπει τη Τζίνα και παθαίνει την πλάκα του. Σαν να μην έφτανε αυτό, η Τζίνα, που ήταν με μια πελάτισσα, τον πιάνει με την άκρη του ματιού, γυρνάει, και του χαμογελάει. Αυτό ήταν, εκείνο το βράδυ έμεινε άγρυπνος.
Ο Αντρέας ήταν μπάτσος στο αεροδρόμιο. Είχε περάσει στην αστυφυλάκων με τον νόμο του Ρωμαίου, όταν σταμάτησαν να μπαίνουν μόνο μιλημένοι, κυρίως δεξιοί, στο Σώμα. Δεν τα πήγαινε καλά με τα γράμματα αλλά –τύχη αγαθή– στη δεύτερη χρονιά που έδινε πανελλήνιες πέσανε οι βάσεις και βρέθηκε επιλαχών στο Διδυμότειχο. Ούτε με την πολιτική τα πήγαινε καλά –να παν να γαμηθούν όλοι έλεγε– αν και ήταν από δεξιό σόι και οι αντάρτες είχαν σκοτώσει πέντ' έξι από το χωριό του πατέρα του στον εμφύλιο. Η μάνα του, ένας ανθρωπάκος του Θεού, σταυροκοπιόταν όταν πέρασε ο Αντρέας στην Αστυφυλάκων και πήγε μέχρι και στην Παναγιά την Ελεούσα στο Τρίκορφο Φωκίδος για να ευχαριστήσει. Βλέπεις ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν εφτά –μπαμ και κάτω από καρδιά– και τα φέρναν βόλτα δύσκολα. Μιλάμε για σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση, άσε που του πήγαινε και η στολή.
Η Τζίνα από την άλλη ήταν έξυπνο κορίτσι, αλλά –πώς τα 'φερε η ζωή– στην τρίτη λυκείου τα έμπλεξε με έναν μαλάκα που την ξεμυάλισε και ενώ πήγαινε για ΑΣΟΕΕ κατέληξε στην Πάντειο, σίγουρη ανεργία δηλαδή. Βρέθηκε να πουλάει αρώματα στο αεροδρόμιο. Πάντως, η Τζίνα φύσαγε. Ήταν νέα, ψηλή, μελαχρινή με άσπρο δέρμα και βλέμμα που σκότωνε. Ήταν όμορφη και το ήξερε. Είχε μάθει και ένα κόλπο: όταν οι άντρες άρχιζαν να κοκορεύονται μπροστά της για να την ψήσουν, να τους κοιτάει κατευθείαν στα μάτια με ένα ειρωνικό ύφος –κάπως σαν τη Μελίνα Μερκούρη στις ταινίες– κάτι που τους έκανε να χάνουν για λίγο τα λόγια τους και να τη γουστάρουν ακόμα περισσότερο. Στο αεροδρόμιο έλιωνε για τρεις κι εξήντα και μετά από κάνα χρόνο δουλειάς –και υπομονής– δοκίμασε να τυλίξει κάτι φραγκάτους από τους πολλούς που της έκαναν καμάκι κάθε μέρα αλλά αυτοί γάμαγαν κι έφευγαν. Έτσι κι αυτή περιόρισε τις φιλοδοξίες της.
Ο Αντρέας είχε πάρει πρώτη τοποθέτηση στο τέταρτο Αθηνών στην Ομόνοια όπου τα είδε όλα. Ευτυχώς, ένας συνάδελφος που έμενε στα Λιόσια, δούλευε στο αεροδρόμιο και κάνανε αμοιβαία. Χαλαρή δουλειά, ωραίο περιβάλλον, ωραίος κόσμος. Και η Τζίνα. Τις επόμενες μέρες όλο γυρόφερνε τα duty free και μόλις την είδε άρπαξε την ευκαιρία. Τάχα ότι έψαχνε ένα after shave. Το πλήρωσε και εξήντα ευρώ σαν μαλάκας, γιατί ήταν Μoschino, λέει, ή κάτι τέτοιο. Πάντως, έκανε την πρώτη γνωριμία μαζί της. Τις επόμενες μέρες, πήρε και το τηλέφωνό της και να μην τα πολυλογούμε τα φτιάξανε. Ο Αντρέας ούτε στα όνειρά του δεν είχε δει ότι θα έβγαζε τέτοια γκόμενα. Αλλά η Τζίνα ήταν ζόρικη. Ήταν απ' αυτές τις γυναίκες που χωρίς να το λένε σου δημιουργούν αυτό το μόνιμο αίσθημα ανασφάλειας ότι ποτέ δεν είσαι σίγουρος αν τις έχεις και ότι μάλλον δεν είσαι κι αρκετός. Όλα με σιωπές, βλέμματα και υπονοούμενα. Πού στο διάβολο τα μαθαίνουν αυτά, ούτε διδακτορικό στην ψυχολογία να είχε πάρει.
Ήταν και κομμουνίστρια γιατί ένας παππούς της έκανε τρεις μήνες στην Ικαρία επί Παπάγου, οπότε και υπέγραψε άρον άρον, και γύρισε πίσω, και στο σόι το έφεραν βαρέως. Στις παρέες έλεγε ότι ψηφίζει Συνασπισμό. Αλλιώς τις θυμόταν πάντως ο Αντρέας τις κομμουνίστριες, με τρίχα στο πόδι και δοσμένες στον Αγώνα και της την έμπαινε καμιά φορά της Τζίνας, αλλά αυτή αγρίευε και πώς το πήγαινε πώς το έφερνε του το γύρναγε πάντα στο:
— Κι αν στο κάτω κάτω δε σ' αρέσω, να χωρίσουμε.
Ο Αντρέας λούμωγνε γιατί αν αγαπάς, αγαπάς κι αυτός την είχε δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα.
Ο καιρός πέρναγε και ο Αντρέας ήταν στον έβδομο ουρανό αν και η Τζίνα άρχιζε να του κάνει νερά. Όλο δεν πάμε στο τάδε εστιατόριο και όλο τον σταμάταγε μπροστά από ακριβές βιτρίνες και όλο αυτός πλήρωνε κι απ' το μηνιάτικο δεν έμενε σάλιο. Έπιασε και δεύτερη δουλειά, σεκιουριτάς στα κρυφά, αλλά τον πιάσανε δυο φορές κοιμισμένο στο αεροδρόμιο και του ρίξανε αυστηρές συστάσεις και πέντε μέρες αργία και την έκοψε. Η Τζινα είχε αρχίσει να ξενοκοιτάει, το ένιωθε, και μόνο με τη σκέψη ότι θα τον άφηνε, τον έλουζε κρύος ιδρώτας.
Ένα βράδυ στη βάρδια, ο Κοσμάς που κάνανε μαζί υπηρεσία, του πετάει απέξω απέξω ότι παίζει μια «δουλειά» με λεφτά στο αεροδρόμιο.
— Τι δουλειά ρε μαλάκα, λέει ο Αντρέας, πας καλά εδώ δεν είναι λιμάνι, είναι κολλέγιο, περνάν όλα από κάμερες κι ακτίνες. Αλλά ο διάβολος στο μυαλό αν μπει δε φεύγει, και τα πράγματα με τη Τζίνα δεν πήγαιναν καλά.
Μετά από μια βδομάδα, λοιπόν, του λέει:
—Λέγε, τι δουλειά. Ο Κοσμάς τον ψάρεψε για λίγο κι αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν ψημένος όσο δεν πάει, του το σκάει:
— Θα έρθει ένα λαθραίο με επεξεργαστές από την Ταϊβάν –τσιπάκια μωρέ– δυο κιβώτια όλα κι όλα, και αν τα περνούσαν με τους τελωνειακούς θα είχε ψωμί για όλους. Ο Αντρέας συμφώνησε.
Φτάνει η μέρα της δουλείας και όλα πηγαίνουν κατά διαόλου. Από το πρωί πέταγε το μάτι του και όταν αυτός ήταν υπηρεσία στην πύλη εμπορευμάτων, σκάει αιφνιδιαστικός έλεγχος. Άμαθος από τέτοια αρχίζει να του τρέχει ο ιδρώτας ποτάμι στο πρόσωπο. Τόσους υπόπτους είχε δει ο ταξίαρχος, τον Αντρέα δε θα έπαιρνε πρέφα; Το ψάξαν λίγο, βρήκαν που ήταν το αγκάθι.
Στην ανάκριση ευτυχώς του 'κοψε και για να δώσει τους άλλους έκανε συμφωνία. Κλάφτηκε και η μάνα του όσο δεν πήγαινε σε έναν θείο της, αδερφό του πατέρα της, Εισαγγελέα Εφετών, «Το παιδί θείε Δημήτρη, το παιδί, ορφανό το μεγάλωσα σε ξορκίζω στη μνήμη του σχωρεμένου του Χαράλαμπου», το πιάσανε το δικαστήριο και στο τσακ τη γλίτωσε τη φυλακή. Σκέψου τώρα, μπάτσος στη φυλακή... Όλον αυτόν τον καιρό η Τζίνα άφαντη.
Χωρίς δουλειά και με λερωμένο το μητρώο, χαζολόγαγε μια μέρα στην Πανεπιστημίου. Ξαφνικά, πιάνει το μάτι του στη γωνία τη Τζίνα να κοιτάζει μια βιτρίνα με φουλάρια που κάναν δυο μηνιάτικα το ένα. Κουκλάρα όπως πάντα, με μαύρες γόβες και εφαρμοστό τζιν. Μουτζώθηκε με τα δυο χέρια και κούνησε το κεφάλι, καθώς έβλεπε τα καλοσμιλεμένα καπούλια της να ανεβαίνουν τη Βουκουρεστίου.
σχόλια