Βιάζομαι. Βιάζομαι και από τα νεύρα μου δαγκώνω το καλαμάκι του τρίτου ημερήσιου καφέ ή τρώω το κραγιόν μου. Βιάζομαι και επειδή τρέχω, συμπαρασέρνω στο διάβα μου άλλους περαστικούς, με τη δύναμη της τσάντας μου. Βιάζομαι και κανένας δεν κάνει χώρο ώστε να περάσω.
Γαμώτο. Σήμερα που τρέχω να προλάβω το μάθημα ή το ραντεβού για τον καφέ- δε θυμάμαι γιατί τρέχω πλέον, τα πόδια μου με οδηγούν από μόνα τους- τα μάτια μου πέφτουν σε πόδια. Πόδια αντρικά, γυναικεία, όλα όμως κατά βάση βιαστικά. Προσπερνώ γρήγορα, ώσπου η ματιά μου πέφτει στα πόδια μιας κοπέλας. Φοράει ίδια παπούτσια με μένα, μόνο που τα δικά της είναι πιο καθαρά και φαίνονται καινούργια. Στέκομαι λίγο να κοντανασάνω- ταυτόχρονα χαζογελάω μόνη μου γιατί ανακαλώ τη μάνα μου να φωνάζει να πάρω καινούργια παπούτσια και να αφήσω τα «ποδοσφαιρικά» στο πατρικό μου ενώ σφυρίζει κάτι περί χαμένης θηλυκότητας- και παρατηρώ την κοπέλα προσεχτικά. Είναι πολύ όμορφη, μελαχρινή και χαμογελαστή, όχι ιδιαίτερα βαμμένη και εικάζω ότι πρέπει να είναι στην ηλικία μου. Σπουδάζει. Είναι από τις περίφημες κοπέλες που σε πλησιάζουν για «να σε ψεκάσουν» κάποιο άρωμα.
Ξαφνικά, και ενώ είμαι βυθισμένη στις σκέψεις μου, περνάει μια δυάδα κοριτσιών και εκείνη τις ρωτάει αν θέλουν να δοκιμάσουν μια επώνυμη μάρκα κολόνιας. Τα κορίτσια- είναι εκείνα τα κορίτσια που φωνάζουν ενώ περπατάνε, φοράνε ρούχα που ακολουθούν ευλαβικά την τελευταία λέξη της μόδας και νομίζουν ότι ο κόσμος τους ανήκει- την κοιτάνε γελοία και της πετάνε ένα θρασές: «Τι Σανέλ μωρή; Εμείς έχουμε άλλα γούστα» και κλείνουν η μία συνωμοτικά το μάτι στην άλλη.
Η κοπέλα σαστίζει και κοιτάζει δεξιά-αριστερά να ελέγξει αν κάποιος την είδε. Εγώ κάνω ότι τσεκάρω το κινητό μου και παριστάνω ότι κάποιον περιμένω, ενώ έχω ήδη αργήσει στο ραντεβού. Την παρατηρώ να μη συνεχίζει τη δουλειά της -τουλάχιστον για πέντε παρτίδες κόσμου που πέρασε, εκείνη απέφευγε να απευθύνει τη συνηθισμένη ερώτηση, και κοιτούσε αμήχανα εδώ και εκεί.
Ήμουν σίγουρη ότι ήδη μπορεί να ένιωθε αρκετά άσχημα που την προσπερνάνε και την αγνοούν, που ενδεχομένως έχει να ακούει τα μύρια-όσα έχει να σου πει ένας απαιτητικός καταστηματάρχης καθημερινά, ακόμη και λόγω της κούρασης και της ορθοστασίας που απαιτεί η συγκεκριμένη θέση. Και φυσικά, είχε να αντιμετωπίσει δύο εκπροσώπους της ανθρώπινης φυλής που ενδεχομένως, έχουν μάθει να σέβονται μια φανταχτερή συσκευασία περισσότερο από την αρχοντιά ενός νέου που θέλει να είναι ανεξάρτητος.
Βαρύς ο συνδυασμός, αναλογίστηκα. Ωστόσο, μετά από λίγο μια ηλικιωμένη κυρία σταμάτησε και δέχτηκε επιτέλους να την «αρωματίσει». Ήταν προφανές. Το πρόσωπο της κοπέλας ξαναβρήκε τη λάμψη του.
Γύρισα να φύγω- η δουλειά μου ως κοινωνικός παρατηρητής είχε λάβει τέλος- και καθώς έστριβα, τα μάτια μου έπεσαν πάλι στα παπούτσια της κοπέλας. Τότε κατάλαβα γιατί μου φαίνονταν τόσο διαφορετικά.
Γιατί προέρχονταν από πολλαπλά «να σας αρωματίσω;» ενώ τα δικά μου από ένα βολεμένο και χιλιοειπωμένο «μπαμπά, θέλω καινούργια παπούτσια.»