Μεσάνυχτα και κάτι. Καμιά φορά γράφω απλά και μόνο επειδή έχω την ανάγκη να γράψω. Τότε οι λέξεις κυλούν αβίαστα και το πάτημα των πλήκτρων στο πληκτρολόγιο δεν είναι κουραστικό.
Σκεπτόμουν λοιπόν: πότε είναι μια ταινία σταθμός; Όχι απλά πότε είναι μια ταινία καλή -έως πολύ καλή, αλλά πότε μιλάει πραγματικά μέσα μας. Μας αφήνει ένα στίγμα. Ένα στίγμα που όσα χρόνια και να περάσουν θα παραμείνει εκεί, χαραγμένο σαν ένα όμορφο (ίσως ένοχο) μυστικό.
Δεν ξέρω τι ισχύει για εσάς (αν και πολύ θα ήθελα να μάθω) αλλά νομίζω ότι έδωσα την δική μου οριστική απάντηση.
Καταρχάς να βάλω μια προϋπόθεση. Μια ταινία για να αποτελέσει σταθμό θα πρέπει να την βλέπεις μόνος. Αν την βλέπεις με μία κοπέλα ας πούμε και στην επίμαχη στιγμή νιώσεις μια εσωτερική δύναμη που σε ωθεί να αγκαλιάσεις την κοπέλα, τότε όσα χρόνια και να περάσουν, θα θυμάσαι περισσότερο την κοπέλα – όχι την ταινία.
Την ταινία θα την θυμάσαι απλά ως αφορμή, για κάτι ωραίο που έζησες και που εξελίχτηκε όπως έλπιζες (ή και όχι.)
Τα ίδια και με ένα φίλο, γελάσατε μαζί, περάσατε καλά, επηρεαστήκατε ή προβληματιστήκατε, αλλά μετά θα θυμάσαι με νοσταλγία περισσότερο τον φίλο και αυτά που περάσατε και όχι την ταινία.
Αλλά όταν κάποιο ανυποψίαστο μεσημέρι (ή και βράδυ) μην έχοντας τι άλλο να κάνεις βάζεις μια ταινία και την βλέπεις μόνος σου, τότε αλλάζουν όλα.
Είσαι εσύ και η ταινία. Καμία απόσπαση προσοχής και καμία ενόχληση. Μόνο εσύ και η ταινία.
Και (σχεδόν πάντα στην αρχή) χωρίς προσδοκίες, ανυποψίαστος για το τι θα συμβεί, ξεκινάς με χλιαρή διάθεση να την βλέπεις.
Σιγά- σιγά όμως, χωρίς να το καταλάβεις, ταυτίζεσαι με κάποιον από τους χαρακτήρες και μπαίνεις μέσα στον μαγικό της κόσμο. Σε ρουφάει. Εάν είναι και «ταινία εποχής» ακόμα καλύτερα. Ταχυμεταφορά του νου σε άλλο χρόνο και τόπο.
Η ώρα περνά, μέχρι που εντελώς παγιδευμένος παραδίνεσαι στις κινούμενες εικόνες και την μουσική. Η πλοκή ξεδιπλώνεται, η υπόθεση κορυφώνεται και λίγο πριν το φινάλε, ακούς τον πρωταγωνιστή, να λέει κάτι - συνήθως μια ατάκα- που θα μείνει βαθιά χαραγμένο στην μνήμη σου.
Για πάντα. Όσα χρόνια και να περάσουν. Κάτι ας πούμε σαν το: «Play it again , Sam». Στην ασπρόμαυρη ταινία Casablanca.
Και εκεί εσύ, χωρίς να πρέπει να τηρείς κοινωνικές συμβάσεις πας μπροστά – πίσω την σκηνή, μπροστά πίσω, «again» και «again». Μέχρι να αναλογιστείς και να χωνέψεις τι έχασε μέσα από τα χέρια του ο πρωταγωνιστής. Αυτοβούλως. «Play it!»
Και κάπως έτσι έρχεται το φινάλε και πέφτουν οι τίτλοι τέλους.
Τι περίεργο συναίσθημα, μερικές απλά κινούμενες εικόνες, αλλά καμιά φορά τις βλέπει κανείς να περνάνε από μπροστά του τόσο ζωντανές - σαν σε πραγματικότητα.
Ίσως γιατί απλά καμιά φορά, είναι η ίδια η πραγματικότητα που μοιάζει με ταινία.
Και εάν δεν μπορείς στην πραγματικότητα να πας μπροστά – πίσω την σκηνή, μπορείς πάντα να πατήσεις το «stop» και πας παρακάτω.
Γιατί σίγουρα ταινία σαν την «Casablanca» δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά, αλλά υπάρχουν τόσες καλές ταινίες. Και κάποιες από αυτές, είναι -όντως- αριστουργήματα.
Και (σχεδόν πάντα στην αρχή) χωρίς προσδοκίες, ανυποψίαστος για το τι θα συμβεί, ξεκινάς με χλιαρή διάθεση να την βλέπεις. Και το έργο αυτή τη φορά είναι έγχρωμο.
«Play it!»