Με χαιρέτισε με ζεστό χαμόγελο η τρελή γριά ! Ο εφιάλτης μου, τόσο γλυκός και όμορφος, μια όμορφη γριά με πολύ μακριά άσπρα μαλλιά, γλυκό πρόσωπο, όχι σαν τη γριά μάγισσα από το παραμύθι των Χένζελ και Γκρέτελ, μια καλή γιαγιά, με γάντια λευκά στα χεράκια της, σα μαριονέτα , την οδηγούσε στη καφετέρια ο γιος της, εγγονός της, ο βοηθός της. Απ' όλους τους θαμώνες όμως, εμένα χαιρέτισε και μου χαμογέλασε με εκείνο το καλοσυνάτο χαμόγελο, σαν να μου έλεγε, μη στενοχωριέσαι, δε θα καταφέρεις να ξεφύγεις από αυτό. Κανείς δεν ξέφυγε! Έρχεται γλυκά γλυκά χωρίς να το καταλαβαίνεις. Τους ακολούθησα με τα μάτια μου απορημένη. Τους είδα. Μπήκαν σε εκείνη τη βίλα. Πριν μπουν εκείνη γύρισε και με ξανακοίταξε. Μου έκανε ένα νεύμα. «Θα τα ξαναπούμε!».
Επέστρεψαν στο Σπίτι.
Μια παλιά μονοκατοικία στην Κάτω Κηφισιά , με ευρύχωρα δωμάτια με νέες νοσοκόμες χαμογελαστές και ευγενικές και πρόθυμους και δυνατούς βοηθούς. Η Σούγκη, Ζαχαρούλα ελληνιστί, έμενε σε ένα ροζ, κοριτσίστικο δωμάτιο. Είχε ένα μεγάλο ροζ κρεβάτι με κουνουπιέρα, σαν αυτό των πριγκιπισσών. Έτσι το παρήγγειλε η ίδια. Έτσι ήθελε να τελειώσει τη ζωή της, σαν σε παραμύθι. Όπως τότε που ήταν μικρή στην Κέρκυρα με την αδελφή της και οι γονείς τους , τις είχαν σαν πριγκιποπούλες. Η ίδια ήταν λεπτή, φόραγε πάντα όμορφα φορέματα, όχι γεροντίστικα. Ποτέ, αυτές τις σκούρες ρόμπες με τα κουμπιά μπροστά ! Κάθε άλλο! Τα φορέματά της είχαν χρώμα, ροζ, ανοιχτό γκρι, γαλάζιο, μπλε με λεπτά σχέδια, μπορντό και τα συνδύαζε πάντα με παπούτσια και καπελάκια το χειμώνα, πάντα όμως με λευκά γάντια. Δεν έπιανε τίποτα με τα χέρια της και πάντα έβαζε κρέμα μέσα από τα γάντια για να περιποιείται. Ήξερε ότι τα χέρια δείχνουν την ηλικία και εκείνη τα έκρυβε για να την ξεχνά. Το καλοκαίρι απέφευγε τον ήλιο, φόραγε πάντα τα γαντάκια της και να δεις το χέρι της ήταν κατάλευκο σαν μικρής κοπέλας, χωρίς αυτά τα στίγματα των γηρατειών. Ήταν ευχάριστη. Γέλαγε σαν μικρό κορίτσι και αποκάλυπτε τα μικρά της δόντια και τα δύο λακκάκια δεξιά και αριστερά από τα χείλη της. Έπαιζε σαν παιδί.
Στο διπλανό δωμάτιο ήταν η φίλη της. Εκεί γνωρίστηκαν, στο σπίτι. Έμοιαζαν πολύ γιατί και οι δύο ζούσαν μέσα στο παρελθόν τους. Η Έφη, από Ευτυχία, μόνη της και αυτή, Στο δωμάτιό της, που ήταν απλό είχε όμως πολλές εφημερίδες, δική της τηλεόραση, που δε σταμάταγε ποτέ να δουλεύει και βέβαια ένα τηλέφωνο, με το οποίο μίλαγε αδιαλείπτως. Τηλεφωνούσε στις παλιές της, ακόμα εν ζωή φίλες, στην αδελφή της, με την οποία τσακώνονταν επί μονίμου και στα παιδιά της, με τα οποία εύρισκε τρόπο να διαπληκτιστεί. Δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι. Κάθε Κυριακή πρωί, το παιδί, ο Βοηθός, ο Γιώργος της έφερνε την «Καθημερινή» και κάθε Πέμπτη την «Εστία». Αγόραζε την πλήρη έκδοση με τα βιβλία δώρο και τα cd, ό,τι είχε κάθε φορά και τα συνέλεγε με μεγάλη συνέπεια. Αχούρι ήταν το δωμάτιό, με εφημερίδες, βιβλία και περιοδικά. Άξιον απορίας τι τα έκανε. Άλλα τα έταζε στη νοσοκόμα, άλλα δια τηλεφώνου στην κόρη της « Εκείνο το βιβλίο , αφιέρωμα στη Λαμπέτη, αν πεθάνω να το πάρεις εσύ!» και μερικά ιστορικά λευκώματα στον εγγονό της «Αυτά τα βιβλία ιστορίας τα παίρνω για σένα! Τέτοια διάβαζε και ο παππούς σου! Όταν πεθάνω, να τα πάρεις!»
Πέρναγε το χρόνο της, κρεμασμένη σε ένα ακουστικό τηλεφώνου. Πάντα θυμόταν τα παλιά και τα αναπολούσε. Μίλαγε με τον Γιώργο Στίνη, επιστήθιο φίλο και την Τούλα τη γυναίκα του και θυμόταν τα χρόνια , που ήταν νέοι και πήγαιναν μαζί στο χωριό, στην εκκλησία και στον Επιτάφιο και στο πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής. Τώρα ούτε και αυτοί πολυμετακινούνται . Αυτή η ακινησία, η στασιμότητα, ξεπερνιέται μόνο με το τηλέφωνο. Μίλαγε ακόμα με τον Μιχάλη και την Ελενίτσα. Συνομήλικοι και αυτοί. Ο Μιχάλης , πιο μεγάλος κοντεύει τα ενενήντα, η Ελενίτσα με δύο μπάι πας στην ηλικία της Έφης. Θυμούνται τότε που ζούσε και ο άντρας της και έβγαιναν και οι τέσσερεις μαζί και έκαναν και διακοπές και μεγάλωναν τα παιδιά τους. Δύο παιδιά η Έφη με το Γιάννη, έναν γιο ο Μιχάλης με την Ελενίτσα. Πάει πέρασαν τα χρόνια! Χάθηκαν και τα παιδιά μέσα στον κόσμο, μέσα στον κυκεώνα της ζωής τους, πέθανε και ο Γιάννης, άλλαξε απότομα το σκηνικό και σαν να μην παρακολουθούσαν πια καλά τη νέα ζωή. Άλλα δεδομένα, κάρτες, ψηφιακές δηλώσεις, κομπιούτερ, κινητά τηλέφωνα, skype, ψηφιακές ταυτότητες, περίεργες, έξυπνες ηλεκτρικές συσκευές. Πολλά δεδομένα και δύσκολη ηλικία για να τα αφομοιώσει.
Για να νιώθει κάπως μαχητική και δραστήρια μέσα από το χρυσό κλουβί της, τηλεφωνούσε στην αδελφή της, που ζούσε σε ένα μικρό, παλιό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και την επικουρούσε, έναντι αμοιβής βέβαια, μια νεαρή αλλοδαπή, που ζούσε πιο πέρα με την οικογένειά της. Το τηλεφώνημα με την αδελφή, ήταν εγγυημένος καυγάς. Θυμόντουσαν τα παλιά, που η αδελφή, μεγαλύτερή της, ήταν μανιώδης με την καθαριότητα και το νοικοκυριό, όπως η μάνα τους, απόφοιτος του Σχολαρχείου και ποτέ δεν κατάλαβε την Ευτυχία, που ήταν αγκιστρωμένη πάνω στον δικηγόρο πατέρα τους, που όλο μελετούσε και μάζευε αποκόμματα από εφημερίδες. Πάντα στα τηλεφωνήματα βρίσκει την ευκαιρία να το αναφέρει. « Τι να ξέρεις εσύ, που πήγες και πέταξες τις εφημερίδες του πατέρα από το σπίτι; Εσύ και η μάνα σου - λες και δεν ήταν και δική της - μόνο να καθαρίζετε ξέρατε!» Απαντούσε κάτι και η άλλη και άναβε ο καυγάς. Για τις σημειώσεις και τα αποκόμματα ενός ανθρώπου σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στο χωριό, που κάποτε η μεγάλη αδελφή αποφάσισε να καθαρίσει από τα περιττά πράγματα, από τις σαβούρες, μην τους φάνε τα ποντίκια και στο οποίο σπίτι ποτέ, μετά από όλους τους θανάτους, δεν πήγαν να ζήσουν. Η Ευτυχία, ωστόσο , αν και δεν ξεμύταγε ποτέ από το σπίτι, πολλές φορές, ούτε και από το δωμάτιό της, είχε έναν κρυφό πόθο, ότι θα επέστρεφε σε εκείνο το παιδικό σπίτι και δωμάτιο και θα επέστρεφαν και όλες εκείνες οι ωραίες μέρες με τον πατέρα της, με τα διαβάσματά του, με τις γάτες του, με τις βόλτες στη θάλασσα, με τον θαυμασμό της τοπικής κοινωνίας για τον πατέρα της και την οικογένειά τους. Σε αυτό το παρελθόν ακουμπούσε στις δύσκολες στιγμές της ζωής της, πλήρης από παιδική ευτυχία και ολοκληρωμένη καταξίωση.
Στο τέλος του διαδρόμου μετά το βοηθητικό κουζινάκι σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο έμενε ο κύριος Μανώλης, ανάπηρος πολέμου, με χαλασμένο το ένα μάτι και το ένα πόδι. Όταν κινούνταν στο σπίτι χρησιμοποιούσε το Πι, αλλά όταν έβγαινε στην κοντινή, αλλά και πιο μακρινή γειτονιά, είχε ένα αμαξίδιο ηλεκτρικό, το οποίο τον πήγαινε παντού, από την κοντινή καφετέρια, όπου μίλαγε με όλον τον κόσμο, ως το κέντρο της Κηφισιάς για να αγοράζει τα γιαουρτάκια και τα ριζόγαλά του στο Βάρσο, να φέρνει και στην Ευτυχία κανένα γιαούρτι και μπεζέδες, που τους λάτρευε και καμιά εφημερίδα.
Στο δρόμο, φόραγε, γύρω από το λαιμό του, ένα μηχάνημα , που έπαιζε μουσική και στο πίσω μέρος του αμαξιδίου του είχε την ελληνική σημαία να ανεμίζει, κάτι που τον έκανε περήφανο, μιας και ήταν ήρωας, αλλά κιόλας τον έκανε ευδιάκριτο στα άλλα οχήματα, για να αποφύγει τυχόν ατυχήματα. Τώρα όλοι πια τον γνώριζαν στις γειτονιές. Άκουγαν τη μουσική και περίμεναν να δουν το αμαξάκι του. Τους χαιρετούσε όλους «Hallo ! How are you ! Good morning! » Μίλαγε αγγλικά, είχε πολεμήσει και στην Κύπρο! Έλεγε όλη την ιστορία πως τραυματίστηκε, πως βραβεύτηκε, πως τον τύλιξε μια καπάτσα, πως έγραψε στον ανιψιό της κάτι διαμερίσματα και τον έβαλε στην Ευελπίδων αυτός, που ήταν ήρωας πολέμου, ευεργέτησε εκείνον τον αχάριστο και αυτή την άπιστη, για να τους κάνει τελικά όλους πέρα και τώρα στα ενενήντα δύο του, να μπορεί ήσυχος πια να ζει και να χαίρεται. Του άρεσε στο σπίτι, είχε και μια παρεούλα, έκανε και τις βόλτες του, ζούσε όμορφα και είχε και ανθρώπους να μοιράζεται τις ιστορίες του. Έλεγε για παράδειγμα ότι στην καφετέρια γνώρισε μια αλλοδαπή και έκαναν παρέα και την ακολούθησε στο σπίτι της και το έκαναν έξι φορές μέσα σε ένα απόγευμα και μετά ρώταγε «Δεν το πιστεύετε; Ρωτήστε και θα δείτε!» Όλο τέτοιες ιστορίες έλεγε και την έπεφτε στην όμορφη νοσοκόμα Κατερίνα και εκείνη όλο φώναζε κάθε φορά που τη χούφτωνε, όταν του έδινε το φάρμακό του ή του άλλαζε τα σεντόνια.
Εξαιρετική μορφή η κυρ Μανώλης, βασανισμένος και αδικημένος από τη ζωή, γιος μιας μάνας προσφυγοπούλας με καταπληκτικές μαγειρικές, μοναχοπαίδι, που ξέμεινε μόνος, ποιητής με τρομερό μνημονικό, να απαγγέλει απέξω όλα του τα ποιήματα και να δημιουργεί στο λεπτό κάποιο νέο ποίημα, μόνο για χωρατό ή για να κάνει φιλοφρόνηση σε μια νεαρή κοπέλα.
Πιο δίπλα στο μεγάλο δίχωρο, με υπνοδωμάτιο και σαλόνι – γραφείο, δωμάτιο έμενε ο κ.Πέτρος, παλιός δικηγόρος παρ΄Αρείο Πάγο. Τώρα μόνος του μπροστά σε ένα γραφείο όλο τακτοποιεί πάνω στη μεγάλη δερμάτινη επιφάνεια εργασίας του μερικά χαρτιά και σε μια υποδοχή, δερμάτινη και αυτή όλο φτιάχνει τα αντικείμενα του γραφείου, χαρτοκόπτη ψαλίδι, καλά στυλό Mont Blanc ένα μαύρο και ένα βυσσινί. Μετά από λίγο ρεμβάζει λίγο βλέποντας τον κήπο και ξανά τακτοποιεί τα αντικείμενα με επιμέλεια, με αργές κινήσεις, σαν να σκέφτεται κάθε παράμετρο της κίνησής του, κάθε ενδεχόμενο λάθους, κάθε πιθανότητα παραδρομής, λοξής τοποθέτησης , μη ευθύγραμμης στοίχισης, ώστε όλα να είναι έτοιμα προς άμεση και αποτελεσματική χρήση, ακόμα και αν όλοι μα όλοι γνωρίζουν ότι αυτό δε θα συμβεί ποτέ πια. Δεν μπορεί να αναπολήσει, γιατί δε θυμάται τι να αναπολήσει. Ξέρει ότι κάνει κάποιες κινήσεις, αλλά δεν θυμάται ούτε γιατί τις κάνει, ούτε ποια θα είναι η έκβασή τους. Τις κάνει έτσι απλά χωρίς να γνωρίζει το λόγο, σαν μηχανοκίνητο αρκουδάκι που το έχουν κουρδίσει και κάνει έστω αυτές τις κινήσεις για να μην σκουριάσει εντελώς, μέχρι να έρθει αυτή η στιγμή, που να μην μπορεί να κάνει ούτε καν αυτές. Είναι επίσης πολύ μελαγχολικός και σιωπηλός. Η νοσοκόμα έρχεται λίγο, του δίνει ένα φάρμακο κάθεται λόγο στο σαλονάκι του, βλέπει τηλεόραση, δε μιλάνε και μετά φεύγει.
Στο πίσω δωμάτιο που βλέπει στη μικρή πίσω αυλή έμενε αυτή η μυστήρια γυναίκα η Μερόπη. Δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο όλοι οι άλλοι. Ήταν μια γυναίκα γύρω στο εβδομήντα, όμορφη, μελαχρινή, με μεγάλα εκφραστικά μάτια με γυαλιά. Ήταν συνταξιούχος, δασκάλα. Νοίκιασε το διαμέρισμά της και ήρθε να μείνει στο σπίτι, σε ένα δωμάτιο που έβγαινε σε δικό του μικρό μπαλκονάκι , στην πίσω αυλή, χωρίς τηλέφωνο, ούτε τηλεόραση, μόνο με ένα μικρό ραδιόφωνο με μπαταρίες και κεραία, να παίζει σιγά όλη τη μέρα .Έμενε εκεί με τον γάτο της, τον Όλιβερ και μια φορά το μήνα τη θυμόταν ένας μακρινός ανιψιός, που της έκανε μια επίσκεψη μιας ώρας και ξαναερχόταν τον επόμενο μήνα. Εκείνη ήταν ήσυχη, διάβαζε πολύ, καμιά φορά σιγοτραγούδαγε, άλλοτε ήταν χαμένη σε σκέψεις και όλη τη μέρα έγραφε ή σε μια παλιά γραφομηχανή, κειμήλιο από τον πατέρα της, συγγραφέας και αυτός, ή στο λάπτοπ, που όταν είχε καλό καιρό το έβγαζε και στο μπαλκόνι και έγραφε με τη μυρωδιά των τριανταφυλλιών και των Ιβίσκων και με το γάτο πάνω στα πόδια της ή πάνω στο τραπέζι της. Πόσο μόνη παίζει να ήταν! Δεν ήταν παντρεμένη, δεν είχε παιδιά, δεν είχε ούτε φίλους; Τι την απασχολούσε ; Ήταν ευγενικά κοινωνική με όλους, κατά βάση όμως απρόσιτη! Δεν άφηνε πολλές πληροφορίες για εκείνη. Ήθελε την ησυχία της και μοιάζει να χανόταν στις ιστορίες, που εξέδιδε σε κάποιο περιοδικό. Πολλές φορές αγκάλιαζε τον γάτο της, αυτός ακούνητος σαν να ήταν ψεύτικος, λούτρινος και κάθονταν οι δυο τους μπροστά στο παράθυρο σαν άγαλμα, με μια δική τους επικοινωνία μυστική και ανεξερεύνητη. Ο γάτος ήταν μεγάλος και σε μέγεθος και σε ηλικία, πανέμορφος, πορτοκαλί χρώμα με μεγάλα καφέ μάτια.
Τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι επέλεξαν αυτό το άσυλο για πιο προσωπική φιλοξενία – εστίαση με αντίστοιχο κόστος υπηρεσιών και βέβαια δεν ένιωθαν σαν κοτόπουλα, προς κατανάλωση, ούτε και σαν πρόβατα στο μαντρί. Δεν ήταν φυλακισμένοι, δεν ήταν πολλοί. Ήταν τόσοι, όσοι μπορούσαν να μένουν με άνεση στο σπίτι αυτό μαζί με το προσωπικό. Κάθε πρωί και μεσημέρι, αλλά και το βράδυ πολλές φορές οργάνωναν κοινά γεύματα, ωραία υγιεινά πρωινά, μεσημεριανό, ανάλογα με τις προτιμήσεις των ενοίκων και ελαφρύ δείπνο, συνήθως μια σούπα ή γιαούρτι με φρυγανιά.
Στις γιορτές όλα ήταν φτιαγμένα ανάλογα. Τα Χριστούγεννα γαλοπούλα με γέμιση και γλυκίσματα και την Πρωτοχρονιά, μεγάλο τραπέζι, Βασιλόπιτα, ανταλλαγή δώρων, τραγούδια και χορός. Πρώτες η Σούγκη με την Ευτυχία να χορεύουν όσο μπορούσαν συγκρατημένο τουίστ και χωρίς πάθος ταγκό. Οι άντρες πιο καταβεβλημένοι. Μόνο ο κυρ Μανώλης με το Πι δεν το έβαζε κάτω, πάντα με το γέλιο του και τα χωρατά του. Η Μερόπη με τις προπόσεις της και τις καλές της ευχές, ο κ. Πέτρος ανενόχλητος στη χώρα του ποτέ.
Στις Απόκριες ντύνονταν όλο το προσωπικό, η Ευτυχία τα κορόιδευε αυτά, η Σούγκη, όπως ήταν ντυμένη και τον καλό καιρό ήταν έτοιμη για τις Απόκριες, ο κυρ. Μανώλης πάντα με μια γελοία μάσκα!
Στις 25 Μαρτίου μπακαλιάρο σκορδαλιά, νηστεία για όσους το επιθυμούσαν, δηλαδή η Ευτυχία κυρίως και ο κυρ. Μανώλης, που νομίζω επέλεγε τη νηστεία πιο πολύ για να είναι κομψός . Το Πάσχα πήγαιναν στην κοντινή εκκλησία, σούβλιζε το προσωπικό στον κήπο τον οβελία και γινότανε το καθιερωμένο γλέντι μετά την Ανάσταση. Τηρούνταν όλα με μια τακτικότητα, να μην χαθεί η αίσθηση η σπιτική, η θαλπωρή και η αγάπη.
Η αγάπη; Η αγάπη; Η αγάπη; Η αγάπη;
Πόση μοναξιά , πόσο κλάμα να κρύβουν αυτοί οι τοίχοι; Πόσο μουσκεμένα να είναι τα μαξιλάρια το βράδυ, πόσο να στάζει το εσωτερικό του καθενός τζάμι πίσω από το βλέμμα ;
Πόσο να πονά κάποιος για μια ζωή που μοιράστηκε με το κενό; Και να μην το ξέρει ; Μόνο ίσως ο κύριος Πέτρος επέλεξε να μην το ξέρει για να μην πονά και έτσι πονούν όλοι οι άλλοι, που βλέπουν αυτόν τον δυνατό άνθρωπο να έχει έτσι αποδεκατιστεί.
Γιατί οι άλλοι ;
Η Σούγκη μέσα στο παραμύθι, η Ευτυχία μέσα στο κλουβί, ο Μανώλης μέσα στη ψευδαίσθηση και η Μερόπη, νέα ακόμα να έχει εγκαταλείψει τόσο νωρίς! Παραδόθηκε, δεν άντεξε να παλέψει άλλο!
Τώρα όλοι, ποιος ξέρει για πόσο μένει ακόμα...
Άγνωστο έως τα άλλα Χριστούγεννα και το άλλο Πάσχα!
σχόλια