« Ça t'arrive sans crier gare,
au milieu d'une heure incolore »
Jean-Jacques Goldman, « Le ballet »
«(Σου) συμβαίνει χωρίς καμιά προειδοποίηση, εν τω μέσω μιας άχρωμης ώρας.» Χρειάζεται λίγη σιωπή προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε πως δεν έχουν καθόλου όλα τα πράγματα την δύναμη «να (σου) συμβούν» – την δύναμη του συμβάντος. Όσα την έχουν είναι ίσως εκείνα που δύνανται να σε φτάσουν και να σε διαπεράσουν με το κεντρί τους ακόμη και χωρίς να υπάρχουν κατώφλια και δρόμοι μέσα σου. Σε φτάνουν « έτσι κι αλλιώς », αλλόκοτα, ακατονόητα, θαυματουργά κι επίπονα. Μπορεί να 'ναι ο Έρωτας, μπορεί η Ποίηση, μπορεί και η Ζωή. Μπορεί επίσης, τώρα που το σκέφτομαι, να μην μπορεί να είναι και τίποτε άλλο εξόν από αυτήν την τριάδα.
Κι εσύ, καθώς δεν ξέρεις πώς σε βρήκαν, δεν ξέρεις και πώς να τους μηνύσεις το πώς να σε κατοικήσουν. Κι εκείνα, έτσι όπως σε διείδαν μονομιάς, δεν ξέρουν πώς και πότε να στο εξηγήσουν το πόσο αναπόφευκτο ήταν να συμμετάσχουν στους παλμούς των πιο μύχιων από τις χορδές σου. Κι έτσι όπως συναντιέστε, στην καρδιά του χάους – εκεί που το κέντρο ορίζεται από υπάρξεις που αχνίζουν στο σκοτάδι – νιώθεις ξαφνικά να μην αναγνωρίζεις τον εαυτό σου, καθώς τον συναντάς για πρώτη φορά.
Αρχίζει ένας μυστικιστικός μισεμός που οδηγεί έξω από εσένα, μέσα από εσένα. Ο άχρονος αυτός προκύπτων εαυτός σε οδηγεί να συναντήσεις ό,τι καρπίζει έξω από τα όριά σου, σε οδηγεί στον Άλλον. Ακολουθεί η μεταμόρφωση του χάους σε σιωπή, πρώτο σημάδι ζωής. Και μέσα σε αυτήν την σιωπή, δυο σώματα που προσπαθούν να αγγίξουν το ένα το άλλο. Πολεμούν μιαν παλλόμενη απόσταση. Μετρούν τις εντάσεις τους στην νηνεμία του ματιού του κυκλώνα. Ποιούν το ακόμη ανείπωτο. Μιλούν κι υπάρχουν.
Αυτό το βράδυ υπάρχεις.
Περπατάς στον κόσμο.
Κάτι απρόσωπο και σφριγηλό
Πλέκεται με τη γύμνια μου.
Μ'εναποθέτει στον κύκλο του νερού ολότελα δεμένη.
Τρέχουν οι ώμοι μου νωποί,
μες σε λιβάδια με φάτνες και καταχνιά.
Κυλώ στ' ανοίγματα ανάμεσα στα στάχυα.
Γιατί αυτό το βράδυ υπάρχεις.
Γιατί κάπου νυχτώνει μια σιωπή των ματιών σου.
Μου κάνουν έρωτα τα χνάρια σου.
Τα χνάρια που ιχνογράφησαν αθέλητα
οι που διαβήκαν μια μόνο φορά,
γιατί έτσι το θελήσαν.
Κι εγώ τινάζομαι,
ακατάληπτα και επανειλημμένα
κυρτή σφενδόνη σε διάκενο αστρικό.
Αυτό το βράδυ, υπάρχεις.
Αυξάνεις αιχμηρά ενώπιόν μου κατάματα πάθη.
Σάρκα πολλή στο τίναγμα τούτης της λιπαρής μαγιάς.
Όπως στα στήθη της Ήρας
καθώς τινάξαν από τη θηλή το ξένο βρέφος,
το πλέον άξενο.
Τροφός μου,
η ύπαρξή σου στον κόσμο.
Αυτό το βράδυ υπάρχεις, και κάτι δεν τελειώνει.
Γίνεται έτος φωτός.
Ενός ευκτέου ερχομού η απειλή γίνεται...
Όμορφα πού 'ναι που δεν τελειώνει.
Όμορφα πού 'ναι
σαν χάσκουν μνέοντα και υπαρκτά
τα πάθη των ανθρώπων.
Ελένη Βελέντζα
Βρυξέλλες, 21 Γενάρη 2017