Δεκαπενταύγουστος στην Πόλη: Γονατιστός στο Σύνταγμα

Δεκαπενταύγουστος στην Πόλη: Γονατιστός στο Σύνταγμα Facebook Twitter
Πρωταγωνιστές, ήρωες και κομπάρσοι διαλεγμένοι με casting και ακροάσεις από το μικρού μήκους σενάριο της ζωής σου. Σου φαίνονται οικείοι γνώριμοι...
0

Σαν ανοιχτό θέατρο στην πλατεία, και στο γύρω οικοδομικό τετράγωνο, η ζωή δεν εγκατέλειψε, δεν έφυγε διακοπές και εξελίσσονται ευτυχίες, δράματα, αισθήματα και υποχρεώσεις.


Πρωταγωνιστές, ήρωες και κομπάρσοι διαλεγμένοι με casting και ακροάσεις από το μικρού μήκους σενάριο της ζωής σου. Σου φαίνονται οικείοι γνώριμοι... από τον ήχο του αναστεναγμού και την μυρωδιά της ανάσας τους αναγνωρίζεις.


Καλοφωτισμένο το σκηνικό, συνδυασμένo, από τις λάμψεις στις όψεις βιτρινών, το φεγγάρι που φεύγει κατάκοπο, έτσι ολόκληρο που ήταν τούτες τις ημέρες και χτυπούσε καλοκαιρινές υπερωρίες και τον ήλιο που σκάει πονηρό γεμάτο νόημα χαμόγελο σιγά-σιγά.


Το αισθητικό, ηθικό και συναισθηματικό περιβάλλον της πόλης, διαφορετικό, από τις προηγούμενες ζωντανές παραστάσεις, τη σεζόν αυτή.


Εμφανώς λιγότερα τα ξενυχτισμένα πρόσωπα με μεθυσμένη όψη, που ξεβράζει η νύχτα.


Περισσότερα τα νυσταγμένα, με ελαφρύ ρουχισμό και το ταχύ βήμα για το μεροκάματο της αργίας.


Κοντράστ.


Από το θηριώδες Καγιέν αποβιβάζεται 35άχρονος στην τρίχα ντυμένος, με βλέμμα αποφασισμένο και πρόθυμες διαθέσεις. Με δυσκολία υποβασταζόμενη και παραπατούσα με χαμηλωμένο βλέμμα, η υπέρλαμπρη ξανθιά συνοδός με τις αισθήσεις να πηγαινοέρχονται ψάχνοντας την είσοδο του υπερπολυτελώς ξενοδοχείου.


Απέναντι πλάνο, αφετηρία Σύνταγμα –Πετρούπολη: 25χρονη φρεσκοξυπνημένη υπάλληλος ταχυφαγείου , με τζιν και βαμβακερό μπλουζάκι, πλαστική σακούλα-πρόγευμα και καφέ σε φελιζόλ, προετοιμασμένη για ένα δωδεκάωρο πίσω από το πάγκο, μοιράζει αληθινά χαμογέλα, γλυκιές καλημέρες και συνάμα ασυνείδητες προσδοκίες.


Λίγα βήματα πιο δίπλα της η Εξαντλημένη από την νυχτερινή εφημερία, σχεδόν μισοκοιμισμένη 45χρονη αποκλειστική του Λαϊκού, κολλά το πρόσωπο της στο τζάμι του λεωφορείου χαζεύοντας περαστικούς και πρωινούς που με ταχύ βήμα απομακρύνονται σε διάφορες κατευθύνσεις και από τα ακουστικά να ακούει την Χαρούλα να της τραγουδάει το "Μη σε νοιάζει, πάτα γκάζι"... Το πρώτο καλοκαίρι που την βρίσκει εντελώς μόνη στην Αθήνα μετά από είκοσι χρόνια συμβίωσης.


Στον παράλληλο δρόμο, 55 χρόνος ιδιοκτήτης ψιλικών ειδών, ανεβάζοντας ρολλά χαμογελά σχεδόν συναινετικά, έχοντας γερά καρφωμένο στο μυαλό του το σ' αγαπώ και να προσέχεις που του ψιθύρισε για ακόμη ένα πρωινό η γυναίκα του παίρνοντας δύναμη να μην λυγίζει από ότι συναντά στον δρόμο του...


Από το γωνιακό ημιπολυτελές ξενοδοχείο, βγαίνει συνοφρυωμένος, άγρυπνος και ο τριανταπεντάχρονος επαρχιώτης, που βλέπει να τελειώνει η διήμερη εκδρομή άδοξα και ναυαγισμένα, μετρώντας ήττες και αποτυχίες. Σε αυτόν δεν του βγήκε το σενάριο, δεν έκατσε από το πουθενά η περιπέτεια. Εκλείπουν τελευταία οι εκπλήξεις.
Μα να δεις στο απέναντι στενό από το διανυκτερεύον μπαρ, ξεπροβάλλει πελαγωμένα ευτυχής 40χρονος, φεύγει γκαζωμένος με ένα χέρι περασμένο γύρω από την μέση του κραυγάζοντας αυτοπεποίθηση, γιατί του έκατσε η νύχτα και έβγαλε καινούρια γνωριμία μέσα στο καλοκαίρι.


Κάνει σχέδια στο μυαλό του για ζευγαρωμένο χειμώνα...


Μουσική υπόκρουση καλύπτει το τετράγωνο από την καφεγκρίζα, αγέρωχη πολυκατοικία του 50...Από το ανοιχτό παράθυρο στο νοικιασμένο δυάρι της, η εξηντάχρονη χήρα, με το ραδιόφωνο στη διαπασών καρφωμένο στην αρχιεπισκοπή, ετοιμάζεται στεγνά και αμίλητα για το πρωινό εξάμηνο μνημόσυνο του εκλιπούντος συζύγου της.


Στην πιάτσα ανάστατος και θυμωμένος τα βάζει με την τύχη του ο μέλλων συνταξιούχος ταξιτζής, γιατί κουβάλησε σχεδόν δωρεάν μπατάρικο ζευγάρι Βούλα –Σύνταγμα, που τον έλουσε χαμογελώντας στα ψηλά. Μετά από λίγο χαμόγελα, και ησυχάζει ύστερα από τις παραινέσεις και τα πειράγματα των συναδέλφων του ότι "Τελευταίες κούρσες είναι, σαράντα χρόνια τόσα είδαν τα μάτια του σε αυτή την πλατεία;"


Οι τελευταίοι εκδρομείς της πλατείας, με γρήγορες κινήσεις, ζωηροί και χαρούμενοι και με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο τους για φωτογραφία, ένα συμπαθέστατο ζευγάρι 75 άρηδων φορτώνει με τα απαραίτητα το ΙΧ τους με προορισμό το χωριό τους στα Άγραφα, εκεί που γεννήθηκαν και παντρεύτηκαν πριν κατέβουν στην Αθήνα το 1955. Τα τελευταία χρόνια περιμένουν με ανυπομονησία το ταξίδι τους , τούτες της μέρες στην πατρογονική γη, λες και είναι το τελευταίο.


Ένα βλέμμα πιο πέρα με ζωγραφισμένη στο πρόσωπο την ικανοποίηση, 30χρονη Βουλγάρα εργάτρια του συνεργείου καθαρισμού, που κλέβει χρόνο για τσιγάρο και στο σκαλοπάτι της πλατείας διηγείται μέσα στα γέλια και τα επιφωνήματα στις φίλες της, την προηγούμενη νύχτα αρραβώνα και γλεντιού που πέρασε σε ομοεθνές καφενείο.


Μέσα στο κέντρο της πλατείας, ένα ζευγάρι Ιταλών φιλιούνται παθιασμένα, μένοντας αγκαλιασμένοι για ώρα, λες και πρόκειται για καρτ ποστάλ, γύρω τους οι περαστικοί στέκουν κοιτούν, άλλοι με ζωγραφισμένη αμηχανία και μειδίαμα στο πρόσωπο και άλλοι κρυφογελώντας με ένα σβηστό θαυμασμό μέσα τους.
Η σκηνή ντύνεται μοναδικά απο τους φυσικούς ήχους της πόλης που σιγά σιγά ξυπνά, πινει την πρώτη γουλιά καφέ και συνέρχεται.


Στην πόρτα του μεγάρου, ο 28χρονος αστυνομικός ίσα που στέκεται στα πόδια του, έβγαλε βλέπεις μια ακόμη δύσκολη νύχτα στο άγριο λούνα παρκ του κέντρου, συναισθηματικά αφυδατωμένος και εξαντλημένος, αφηγείται στους διπλανούς του, στην κλούβα, τις γιορτές στην πόλη του πριν δέκα χρόνια.


Στο κεντρικό καφενείο της πλατείας ο 60χρονος μουσικός φωνάζει να πληρώσει, είναι η ώρα να φεύγει, τριάντα χρόνια η ίδια συνήθεια όταν δεν δουλεύει. Με δυο φλιτζάνια καφέ και λίγες κλεφτές κουβέντες με τους νυχτομεροκαματιάρηδες της πλατείας την βγάζει μέχρι το ξημέρωμα.


Στο λεωφορείο για το Κτελ επιβιβάζεται φορτωμένο με ένα νοικοκυριό πράγματα, ένα ζευγάρι κινέζων που κρυφοχαμογελά ικανοποιημένο με όσα είδε και άκουσε στην πρωινή πρεμιέρα καθήμενο στα πρώτα καθίσματα της αφετηρίας.


Στο πίσω κάθισμα, αμίλητη μια 23χρονη, στρίβει νευρικά τσιγάρο, με το καστανόξανθο κατσαρό μαλλί της εγκλωβισμένο σε ένα μωβ καπέλο, περνάει σαν τρέιλερ από ταινία από μπροστά της η τριετία στην Αθήνα: Κάτι βαριά και ασήκωτα πρωινά στην σχολή φορτωμένα από ατέλειωτα αναίτια ξενύχτια, αγχώδεις ατέλειωτες νύχτες που εφημέρευε μονή σκοπός στην δουλειά της, κάποια φευγαλέα φλέρτ τριών ημερών και ορισμένοι έρωτες ανομολόγητοι, μια συμβίωση που παίρνει μαζί της, όλα στοιβαγμένα σε δυο βαλίτσες μπροστά στα πόδια της, σε μια φορτωτική, στην τσέπη της και ένα εισιτήριο που κρατά σφιχτά στο χέρι της μισοσκισμένο δίχως επιστροφή Αθήνα-Αγρίνιο...


Χορωδία οι ανάσες, τα γέλια και τα κλάματα, οι ευχές και επιθυμίες, σιγοντοψιθυρίζει ο καθένας τον προσωπικό του ύμνο. Για άλλους κοστίζεις μια ζωή και για άλλους μια δραχμή.


Το θέμα είναι ότι, ακόμη αναγνωρίζουν τον ήχο της φωνής τους, το χρώμα και το ύφος της, δεν χάραξε όσο και να προσπάθησε η εποχή το πρόσωπό τους, δε φίμωσε τα γέλια και τα κλάματά τους. Δεν κλείδωσαν οι επιθυμίες.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ