«Δεν είναι πολλά αυτά που μπορείς να δεις βγαίνοντας σ'ένα μικρό, Αθηναϊκό μπαλκόνι. Ειδικά όταν αυτό είναι το μπαλκόνι της κουζίνας σου».
Αυτό ήταν το μότο, σαν να λέμε, της Αντιγόνης κάθε φορά που έπρεπε να απλώσει τα ρούχα στο θεόστενο μπαλκονάκι –ίσα που χωρούσες να κάνεις μερικά βήματα εκεί μέσα- ή να τινάξει κάποιο χαλί. Έβλεπε τις αραδιασμένες κατσαρόλες στην υπαίθρια κουζίνα γκαζιού των απέναντι και παινόταν η ψυχή της. «Κατάντια» σκεφτόταν.
Τα οροφοδιαμερίσματα στην δίπλα πολυκατοικία ήταν σχετικά καινούρια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν όμορφα σχεδιασμένα. Και το ένα πράγμα που μισούσε η Αντιγόνη στην Αθήνα ήταν τα κτήρια: φαίνοντας να πληγώνουν τον ουρανό έτσι όπως ορθώνονταν, άχαρα και γκρίζα. Πόσες φορές είχε ευχηθεί να μπορούσε να ζήσει στην επαρχία, ακόμη και μόνη της...
Βρίζοντας απο μέσα της την ώρα που η σίτα του μπαλκονιού κολλούσε από την υγρασία, έριξε μια βιαστική ματιά στο κομμάτι του ουρανού που φαινόταν ανάμεσα απ' τα κτήρια. Αν και χειμώνιαζε μέρα με τη μέρα, δεν φυσούσε καθόλου, κι όσο έφτανε το μάτι δεν υπήρχε ούτε μισό σύννεφο να σκιάσει τον μεσημεριάτικο ήλιο. Στάθηκε να πάρει μια ανάσα κι άρχισε να μαζεύει τα απλωμένα ρούχα που κρέμονταν από το μοναδικό πλαστικοποιημένο σχοινί που είχε απομείνει.
Ένα μωρό άρχισε να κλαίει από κάποιο σπίτι λίγο παρακάτω. Η Αντιγόνη αναστέναξε και συνέχισε να ρίχνει τα ρούχα στον ώμο της, μέχρι που έφτιαξε μια στίβα φρεσκοπλημένα παντελόνια, φούστες, μπλούζες κι εσώρουχα που μύριζαν λεβάντα.
Πάνω που ετοιμαζόταν να ξαναμπεί στο σπίτι, το βλέμμα της έπεσε στο παλιό ζευγάρι αρβύλες που ήταν στριμωγμένο ανάμεσα σε μια λεκάνη και ένα καλαθάκι με μανταλάκια για το άπλωμα. Ήταν σκονισμένες, ζαρωμένες και φθαρμένες. Σίγουρα είχαν δει πιο όμορφες μέρες, όταν έφερναν βότλα το Μοναστηράκι, το Θησείο και όλα τα στενάκια της Πλάκας. Η κοπέλα έριξε μια ακόμη ματιά στον ουρανό, κοιτώντας τον αχνό ήλιο. Βιαστικά, άφησε τα ρούχα πάνω σε μια καρέκλα κι έτρεξε στο μπάνιο.
«Κάπου...εδώ....» μουρμούρισε, κοιτώντας τα κουτάκια, τα κρεμαστά καλαθάκια και τα πουγκιά που κρέμονταν από κάθε ελεύθερη επιφάνεια γύρω της. Το μικρούτσικο, πλακόστρωτο μπάνιο ήταν ακόμη ζεστό, γεμάτο ατμούς και μύριζε αφρόλουτρο. Έσκυψε πάνω από ένα κουτί –ένα από τα πολλά που είχε στιβάξει η μάνα της κάτω από το νυπτήρα- και τράβηξε ένα μπουκαλάκι μαύρο βερνίκι. Το κούνησε, είχε ακόμη λίγο μέσα. Μέ ένα μικρό χαμόγελο άφησε το κουτί ανοιχτό και ξαναβγήκε στο μπαλκόνι.
Πήρε τις αρβύλες στα χέρια της –πόσο χώμα είχαν!- και τις φύσηξε. Ανασήκωσε τα μανίκια της μακό μπλούζας της και ξεκαπάκωσε το μπουκαλάκι.
Απέναντι και δεξιά από το μικρό της μπαλκόνι ήταν, χρώνια τώρα, μια γιαγιά που ζούσε μόνη της. Διατηρούσε τη μοναδική μονοκατοικία με κήπο και αυλή της γειτονιάς, και για την Αντιγόνη που ποτέ δεν είχε μπει σ' εκείνο το σπίτι, το μικρό κομάτι της αυλίτσας που μπορούσε να δει ήταν ο προσωπικός της πράδεισος. Είχε μια λεμονιά αυτός ο κήπος που κάθε χρόνο έκανε δυο και τρεις φορές λεμόνια μεγάλα όσο η παλάμη της, ζουμερά. Είχε και μια τεράστια τριανταφυλλιά –αγριοτριανταφυλλιά θα πρέπει να ήταν – που όποτε άνθιζε μπορούσε να τη δει καλύτερα από το παραθυράκι της πολυκατοικίας, έτσι όπως κατέβαινε την εσωτερική σκάλα...
Εκείνη τη μέρα η γιαγιά είχε τα κέφια της. Είχε αφήσει το ραδιόφωνο να παίζει, και την πόρτα του σπιτιού της ανοιχτή. Με παράσιτα, γιατί μάλλον το ραδιόφωνο ήταν παλιό, ακούγοντας κατά καιρούς λαϊκά από εκείνο το σπίτι. Τώρα μάλλον είχε πιάσει κάποιο σταθμό που έβαζε ανάμεικτα ελληνικά και «ξένα» τραγούδια. Έτσι όπως καθόταν, με τα πόδια σταυρωμένα και το μπουκαλάκι το βερνίκι στο χέρι, η Αντιγόνη άκουσε τουλάχιστον τέσσερα χωρίς να κουνήσει ούτε ένα της δάχτυλο...
Μετά το τέλος ενός τραγουδιού, ανοιγόκλεισε τα μάτια και ήταν σαν να ξύπνησε. Το σφουγγαράκι που κοιτούσε ήταν ποτισμένο ξερό χρώμα, και το ένα της χέρι ήταν χωμένο μέσα στην αρβύλα που, έτσι όπως ήταν χωρίς τα κορδόνια της, έμοιαζε φαφούτα. Χαμογέλασε και αναποδογύρισε το μπουκάλι για να βραχεί το σφουγγάρι, κι άρχισε να περνάει το πατούμενο.
Απο απέναντι, από το μπαλκόνι με την υπαίθρια κουζίνα γκαζιού, ερχόταν μια μυρωδιά ψαριού. Απο τη μονοκατοικια, ερχόταν η μουσική, πιο χαλαρή αυτή τη φορά. Από το εσωτερικό του σπιτιού της άκουσε τα πιατικά στην κουζίνα να χτυπάνε παραπονιάρικα μεταξύ τους: είχε γυρίσει η μητέρα της κι ετοίμαζε το φαγητό. Και η Αντιγόνη περνούσε βερνίκι ένα ζευγάρι παλιές αρβύλες, απολαμβάνοντας ακόμη και την «κατάντια» των κατσαρολικών του απέναντι σπιτιού....
***
Απο το ημερολόγιο της Αντιγόνης
Είχα διαβάσει κάποτε δυο βιβλία...
Το ένα λεγόταν «Ο Θεός των μικρών πραγμάτων». Το άλλο «Στην ομορφιά που χάνεται».
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί κάποιοα να δώσει να σημασία στα μικρά πράγματα. Γιατί να σταθώ στη μυρωδιά του φαγητού, γιατί να αναπολήσω μια βόλτα σε ένα μέρος τόσο τετριμένο, τόσο «κοινό»; Γιατί η μουσική, κι ας την ακούω κάθε μέρα, να με κάνει να τα χάσω, να ξεχάσω;
Σήμερα ήταν, ίσως, η πρώτη φορά που έκανα κάτι τόσο απλό όσο να γυαλίσω τα παπούτσια μου με τη χαρά που ένας γλύπτης θα έφτιαχνε ένα έργο του. Κι όμως, αυτό το τόσο μικρό, ασήμαντο πραγματάκι, μαζί με όλα τα ασήμαντα πράγματα που γίνονταν γύρω μου –η μουσική, οι κατσαρόλες των απέναντι, ακόμη και το κλάμα του μωρού που για μια στιγμή με χάλασε- μου έδωσαν μια ηρεμία που είχα καιρό να νιώσω.
Ίσως, μερικές φορές, να μην χρειαζόμαστε σύνθετα πράγματα για να είμαστε χαρούμενοι. Απλά πρέπει να σταθούμε σε ένα μικρό μπαλκόνι που ίσα μας χωράει, ακούγοντας τον κόσμο γύρω μας να ακολουθεί την πορεία του...
σχόλια