Dulci και Sunshine(2)***

Dulci και Sunshine(2)*** Facebook Twitter
0

Με θάλασσα που μοιάζει με μουτζούρα κι έναν άθλιο ήλιο καρφωμένο στο κέντρο του παράθυρου, ξυπνάνε χωριστά στο ίδιο δωμάτιο, την ένατη μέρα του δέκατου μήνα. Κι όλα έχουν ειπωθεί με φιλιά, κι ακόμη πιο πολλά φιλιά - κοίτα τι υπέροχη γιορτή είναι ο ερχομός σου, κοίτα πόσο δρόμο έκανα από περιέργεια και καθαρή βλακεία, ας το εκτονώσουμε λοιπόν, μόνο έτσι θα γλιτώσουμε - όμως επιμένουν ως την τελευταία στιγμή να υποδύονται, το σενάριο είναι εξαιρετικό και ξέρουν τις ατάκες τους απ'έξω, είκοσι χρόνια τις έκαναν πρόβα, χωρίς κάμερα.


Γνωρίζουν με ακρίβεια και το τέλος: Είναι ασύμβατοι, εξόριστοι στον τόπο της μυθιστορίας τους, καταδικασμένοι στην σιωπή τους. Θα προηγηθούν προδοσίες, πικρά λόγια - δεν ήσουν τελικά, ούτε κι εσύ ήσουν αλλά μπορούσα να μείνω - αντιφάσεις και μια θυμωμένη λύπη απολύτως προβλέψιμη.

Η Dulci κι ο Sunshine ζούνε πια μόνο σε διαγραμμένα μηνύματα, σημειωματάρια με αόρατο μελάνι, διαλυμένα τηλέφωνα, κι ακόμη πιο διαλυμένη μνήμη. Λίγο πιο φοβισμένοι, ελαφρώς ασταθείς, οριστικά απόντες. Σχεδόν συνηθισμένοι άνθρωποι.


Η Dulci κι ο Sunshine ξεχνάνε στο δωμάτιο ένα παιδικό μπαλόνι, αποχαιρετίζονται με σύμμαχο την απόσταση, κι άλλες λέξεις, ακόμη πιο απροσδόκητες - δεν θέλω πια ούτε να ακούω την φωνή σου, έλα να βυθιστούμε πάλι στo οικείο τίποτα, έλα να επιστρέψουμε εκεί που δεν υπήρξαμε ποτέ μαζί, μα πως γίνεται να υποκριθείς το πάθος, όλα γίνονται - η Dulci χαμογελάει κι ο Sunshine φεύγει σίγουρος για το λάθος του.


Η Dulci υπολογίζει τις μέρες που δεν καταγράφηκαν πουθενά. Μια Πέμπτη του Οκτώβρη και μια Τετάρτη του Αυγούστου που εκκρεμούν, ένα Σάββατο που κράτησε δυόμιση ώρες, μια Κυριακή που μέτρησε για πέντε και μια οργισμένη Δευτέρα που δεν ξημέρωσε Τρίτη γιατί ίσα-ίσα πρόλαβε όλη τη νύχτα να γράφει στον Sunshine το γεια.


Η Dulci αρρωσταίνει. Ο Sunshine δε μπορεί πια να την γιατρέψει. Ούτε θέλει. Τα φώτα σβήνουν κι αποχωρεί με ένοχη χαρά - επιτέλους πρόλαβε να απορρίψει πρώτος κάποια.


Η Dulci ακονίζει τις λέξεις και τις εξαπολύει ματαίως εναντίον του. Κι ύστερα μένει ακίνητη, ώσπου να εξαφανιστούν οι σκιές στο μυαλό της.


Η Dulci κι ο Sunshine ζούνε πια μόνο σε διαγραμμένα μηνύματα, σημειωματάρια με αόρατο μελάνι, διαλυμένα τηλέφωνα, κι ακόμη πιο διαλυμένη μνήμη. Λίγο πιο φοβισμένοι, ελαφρώς ασταθείς, οριστικά απόντες. Σχεδόν συνηθισμένοι άνθρωποι.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ