Εκείνες τις στιγμές της ζωής σου, εκείνες που νομίζεις πως έχεις πιάσει πάτο και τίποτα και κανένας δε θα μπορέσει να σε σηκώσει από το πάτωμα στο οποίο έχεις πέσει κατά λάθος, αλλά που πλέον σου φαίνεται τόσο οικείο, εκείνη τη στιγμή κι σ' εκείνο το τόσο χαμηλό αλλά ολόδικο σου σημείο... εμφανίζεται!
Ναι, έρχεται απρόσκλητος επισκέπτης και ενοχλητικά σου χτυπά τη πόρτα. Χωρίς να ρωτήσει, χωρίς να υπολογίσει, χωρίς να ενδιαφέρεται. Είναι αυτό το ηλίθιο αίσθημα του έρωτα. Είσαι διστακτικός αρχικά, όμως σε σηκώνει για λίγο, σου δίνει ένα σκούντημα ''ξύπνα φιλαράκι'' σε πήρε ο ύπνος... Κι τότε ξεκινούν τα όνειρα. Αμφιβάλεις και απορείς για το πώς ήσουν τόσο δειλός, πώς πίστεψες πως η ζωή σταματά εδώ, πώς αρνήθηκες και ορκίστηκες πως η προηγούμενη ήταν και η τελευταία φορά, πως δεν αξίζει και πως είσαι αιώνιος και αιωνίως εχθρός της αγάπης. Μιας απάτης, ενός παιχνιδιού ανάμεσα σε ψυχή και μυαλό.
Και περνάνε τα χρόνια. Και περιμένεις... Ποιόν και τι; Τίποτα και κανέναν. Και συνηθίζεις και πάλι τη μοναξιά. Και το μόνο που γνωρίζεις καλά και αγαπάς είναι εκείνο το πάτωμα. Κάτω, εκεί, από επιλογή.
Όλα αυτά μέχρι να νιώσεις το μικρό, παιδικό, εφηβικό σκίρτημα και να δεις σε ένα καθρέφτη την σαχλή χαζοχαρούμενη φάτσα σου που γελά και χαίρεται χωρίς λόγο. Μεταμορφώνεσαι. Λες πως είναι μια νέα αρχή, κάτι καινούργιο, κάνεις σχέδια και όνειρα. Πιστεύεις πραγματικά πως όλα τώρα αποκτούν σκοπό και ουσία. Παλεύεις να αποδείξεις πρώτα στον εαυτό σου και μετά στον άλλον πως υπάρχετε ο ένας για τον άλλον...
Μέχρι που αφουγκράζεσαι για λίγο τη λογική. Περάσανε τα χρόνια που είχες να ερωτευτείς. Πόσες φορές ακόμα νομίζεις; Γιατί τώρα θα είναι διαφορετικά; Τι είναι αυτό που δεν έχεις ξανανιώσει και γιατί νομίζεις πως τώρα είναι αλλιώς; Στον εγκέφαλό σου έγινε για άλλη μια φορά η ίδια γαμημένη χημική αντίδραση. Μη τρελαίνεσαι. Και το στομάχι σου γουργουρίζει όταν πεινάει, δε κοιμάσαι όμως αγκαλιά με το φαγητό σου (τουλάχιστον αν δεν τα έχεις χάσει τελείως). Ε, λοιπόν το σκέφτεσαι και φεύγεις.
Και περνάνε τα χρόνια. Και περιμένεις... Ποιόν και τι; Τίποτα και κανέναν. Και συνηθίζεις και πάλι τη μοναξιά. Και το μόνο που γνωρίζεις καλά και αγαπάς είναι εκείνο το πάτωμα. Κάτω, εκεί, από επιλογή. Αυτή είναι η μόνη παρηγοριά, πως το επέλεξες. Είσαι αγκαλιά με το παρκέ γιατί το διάλεξες. Από άποψη κι όχι επειδή σε παράτησαν, όχι επειδή σε απέρριψαν αλλά επειδή μπορείς. Μπορείς και βλέπεις μακριά.
Τη στιγμή που τα φώτα σβήνουν και τα ηλίθια τρέμουλα που ονομάζουν έρωτα, έχουν περάσει και τη στιγμή που το μόνο αληθινό είναι ότι πιο αηδιαστικό, ο πόνος που καθένας κουβαλά μέσα του και που νομίζει πως θα εξαφανιστεί στην αγάπη. Αυταπάτες και όνειρα... Και φεύγεις, πάλι, ξανά και θυμίζεις στον εαυτό σου το ίδιο πράγμα κάθε φορά. Δεν αξίζει τη ζωή σου μια ψεύτικη αντίδραση ή ένα ψυχολογικό παιχνίδι.
Είμαι καλά και μόνος γιατί μπορώ και έτσι...
σχόλια