Ένα βράδυ, βάφτηκε αισχρά και βγήκε στους δρόμους****

Ένα βράδυ, βάφτηκε αισχρά και βγήκε στους δρόμους**** Facebook Twitter
3

H πρώτη αχτίδα φωτός πέρασε μέσα από την απρόσεκτη χαραμάδα που άφηνε η βαριά κουρτίνα του υπνοδωματίου.

Το φως της ημέρας τον έφερε πίσω, από τον κόσμο των ξεχασμένων ονείρων, στη μίζερη ζωή του, πριν αρχίσει να δουλεύει το ξυπνητήρι.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και με αργές, νωχελικές κινήσεις μπήκε κατευθείαν κάτω από την ντουζιέρα. Με τα μάτια κλειστά, άφησε το χλιαρό νερό να τον χτυπά με πίεση στο πρησμένο από το αλκοόλ και τον ύπνο πρόσωπό του.

Το μυαλό του πήγε, που αλλού, στη Μπλου, καθώς έτριβε με μανία το σαπουνισμένο σφουγγάρι κάτω από τη δεξιά του μασχάλη.

Η Μπλου ήταν πουτάνα. Ήταν ο προσφορότερος τρόπος για να ζήσει τη ζωή της.

Ήταν μελαχροινή και τα ίσια, στιλπνά μαλλιά της, κομμένα καρέ, πλαισίωναν ένα καλλιπάρειο, κατάλευκο πρόσωπο που το κηδεμόνευαν εκείνα τα καταπράσινα μάτια της, που γκρίζαραν όταν θύμωνε ή όταν είχε οργασμό. Μα την αλήθεια, μπορούσες να κολυμπήσεις στα μάτια της Μπλου...

Έκλεισε τη βρύση και απόμεινε να σουρώνει, κοιτάζοντας το θολό είδωλό του στον ολόσωμο καθρέπτη απέναντι από τη ντουζιέρα. Το έλειπε η «Μπλου». Θα του έλειπε για πάντα ο πληρωμένος έρωτάς της...

Το χυμώδες κορμί της με τα μικρά περήφανα στήθη και τη φαρδιά θηλυκή λεκάνη, στεκόταν τέλεια πάνω στα δωδεκάποντα τακούνια της και το ύψος της την έκανε να ξεχωρίζει με την πρώτη ματιά ανάμεσα στα άλλα κορίτσια του ημιπαράνομου μπαρ που σύχναζε για να ψαρεύει την πελατεία της, ανάμεσα σε σπυριάρηδες φοιτητές και κοιλαράδες πορνόγερους, πίνοντας σόδες κερασμένες από τους πελάτες της, με λίγες σταγόνες φτηνού ουίσκι μέσα.

Δεν μπορούσε να ξέρει αν έλεγε την αλήθεια, αλλά η Μπλου που ισχυριζόταν ότι είχε αποφοιτήσει με διάκριση σε μια από τις πρώτες θέσεις του τμήματός της, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έδειχνε πράγματι καλλιεργημένη. Αρχαιολόγος. Με όλες τις ανασκαφές παγωμένες, όπως και τα πάντα σ' αυτήν τη χώρα, οι προοπτικές να εργαστεί στον τομέα της, η Μπλου, ήταν πρακτικά μηδενικές.

Ζούσε με τη μάνα της. Ο πατέρας είχε πριν τρεις χειμώνες πηδήξει από το μπαλκόνι του μικρού οικογενειακού ρετιρέ, προικώο της μητέρας, κι έφυγε από αυτόν τον κόσμο χωρίς να πάρει μαζί του τα χρέη του. Κινδύνευαν να χάσουν το σπίτι και χρωστούσαν μέχρι και στον φούρναρη, που λέει ο λόγος. Η μάνα νοσοκόμα σε ιδιωτική κλινική, έβλεπε το μεροκάματό της να γίνεται όλο και μικρότερο και να εξανεμίζεται όλο και γρηγορότερα...

Από φοιτήτρια ακόμα, πριν κι από την αυτοκτονία του πατέρα της, η Μπλου εργαζόταν στη σύνταξη ενός περιοδικού, κάνοντας επιμέλεια άρθρων αρχαιολογικού περιεχομένου. Πληρωνόταν με τη λέξη και τα λίγα χρήματα που κέρδιζε πήγαιναν στον γλίσχρο οικογενειακό προϋπολογισμό. Λίγους μήνες μετά την αποφοίτηση, ήρθε και το κλείσιμο του περιοδικού. Όλα τα έπαιρνε παραμάζωμα η κρίση. Μάταια έψαχνε για δουλειά, ανάλογη των προσόντων της. Τελικά την πήραν σ' ένα από τα μεγαλομπακάλικα της συνοικίας να χτυπά την ταμειακή μηχανή για έξι τετράωρα την εβδομάδα.

Περισσότερο κι από το αντίδωρο που έπαιρνε ως μισθό για την εργασία της, σιχαινόταν τον διευθυντή του καταστήματος που όποτε έβρισκε την ευκαιρία, τη στρίμωχνε στο μικρό γραφείο του, άλλες φορές πριν αναλάβει το πόστο της κι άλλοτε μετά το πέρας της πληκτικής δουλειάς.

Ένα βράδυ, η Μπλου φόρεσε ό,τι προκλητικότερο μπορούσε να βρει στη φτωχική γκαρνταρόμπα της, βάφτηκε αισχρά και βγήκε στους δρόμους.

Η μητέρα της, μετά από λίγους μήνες αρρώστησε από αρρώστια κακιά κι έχασε τη δουλειά της. Η Μπλου κατηγορούσε τον εαυτό της για την κατάσταση της υγείας της μάνας της: «Έσκασε από το κακό της όταν με είδε να γίνομαι πουτάνα», έλεγε πίνοντας τη σόδα της και τονίζοντας τη λέξη «πουτάνα» σαν να τη διασκέδαζε, «παρόλο που η μάνα μου παραδέχεται ότι αυτή ήταν η μόνη λύση, για να μη μας βγάλουν το σπίτι στο σφυρί».

Αυτός δεν πήγαινε σε τέτοια καταγώγια ούτε είχε πληρώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή του για τον έρωτα.

Απλά, την είχε δει ένα βροχερό βράδυ να μπαίνει στο πρώτο ταξί που έκανε πιάτσα στην πλατεία. Αισθάνθηκε σαν να τον χτύπησε κεραυνός, έτσι που την είχε παρακολουθήσει να διπλώνει το υπέροχο κορμί της για να βολευτεί μέσα στο κίτρινο αυτοκίνητο.

Μπήκε στο επόμενο ταξί και είπε στον οδηγό να ακολουθήσει τον προπορευόμενο συνάδελφό του.

Κατευθύνθηκαν προς την Πατησίων και σε κάποιον παράδρομο της Πλατείας Βικτωρίας, το ρολόι σταμάτησε να γράφει. Την είδε να μπαίνει στη «Ρεγγίνα», ένα καταγώγιο στον ανεξάρτητο ημιόροφο μιας γκρίζας πολυκατοικίας και την πήρε στο κατόπι. Ήταν σχετικά νωρίς ακόμα. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός και από τη μισάνοιχτη πόρτα του μαγαζιού έβγαινε μια κλαψιάρικη μουσική. Την ακολούθησε μέσα κι όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία του αγοραίου έρωτα.

Είχε λείψει από την Αθήνα για κάτι δουλειές και την είχε χάσει για αρκετές μέρες∙ μαζί, κόντευε να χάσει και το μυαλό του, μέχρι εκείνο το πρωινό που έμεινε άναυδος μπροστά στην ασπρόμαυρη φωτογραφία της Μπλου στην εφημερίδα, που μ' ένα μονόστηλο στην κάτω αριστερά γωνία μίας από τις εσωτερικές σελίδες, εξηγούσε ότι η Σ.Δ. είχε βρεθεί άγρια σφαγμένη μέσα στο ξενοδοχείο «New Dream». Η περιγραφή της σκηνής του εγκλήματος ήταν ανατριχιαστική Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι αστυνομικές αρχές βρίσκονταν στα ίχνη του δράστη αυτής της στυγερής δολοφονίας.

Έκλεισε τη βρύση και απόμεινε να σουρώνει, κοιτάζοντας το θολό είδωλό του στον ολόσωμο καθρέπτη απέναντι από τη ντουζιέρα. Το έλειπε η «Μπλου». Θα του έλειπε για πάντα ο πληρωμένος έρωτάς της...

Στο ραδιόφωνο-ξυπνητήρι που εν τω μεταξύ είχε ενεργοποιηθεί, έπαιζε τους στίχους του Άρη Δαβαράκη:

Μπλου, πέρασες τ' ουρανού το δέρμα.
Μπλου, άρχισες απ' το τέρμα.
Kαι ταξιδεύεις στο ποτάμι, που χωρίζει
τα όνειρά μας απ' την άλλη μας ζωή...

3

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

3 σχόλια