Η Σίφνος είναι το νησί της μαμάς μου. Όχι λόγω καταγωγής, η μάνα μου καταγόταν από τα Γιάννενα και τη Σμύρνη αλλά είχε γεννηθεί εδώ, στο Μαρούσι. Συνήθιζε όμως να αποκαλεί τη Σίφνο «το νησί της», γιατί από τότε που πρωτοπήγαμε όλοι μαζί, τέλη της δεκαετίας του ’70, κολλήσαμε. Για πολλά πολλά χρόνια κάθε καλοκαίρι κάναμε διακοπές στη Σίφνο. Ήμασταν εκεί την πρώτη νύχτα που άνοιξε η «Αργώ» - πριν γίνει τριώροφη. Πίναμε φρουτ παντς χωρίς αλκοόλ κι εκείνη με μια έξτρα δόση.
Φέτος θα πάμε στη Σίφνο οι τρεις μας. Με τον Δημήτρη και τον Άρη. Έχω πολύ καιρό να κάνω καλοκαιρινές διακοπές στη Σίφνο και νιώθω μία περίεργη ένταση.
Αν θυμάμαι καλά την τελευταία φορά πήγα με τον αδερφό μου έναν δεκαπενταύγουστο πριν πόσα χρόνια; Τουλάχιστον έξι. Το νησί ήταν τίγκα, τα ψηλοτάκουνα αντηχούσαν στα σοκάκια της Απολλωνίας, η μυρωδιά του Σανέλ είχε καλύψει το γιασεμί και το νυχτολούλουδο - με έπιασε απελπισία.
Δεν βρήκαμε δωμάτιο, δανειστήκαμε δυο sleeping bags από κάτι φίλους και επιχειρήσαμε να κοιμηθούμε σε ένα γιαπί αρχικά, στα τυφλά χωρίς φακό, μέσα στη σκόνη. Καταλήξαμε στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου. Μας ξύπνησε στις 7 το πρωί ένας τεχνίτης που επισκεύαζε μια πινακίδα…
Όμως εκείνα τα χρόνια, τα χρόνια των διακοπών με τη μαμά στη Σίφνο, τα αναπολώ με απίστευτη νοσταλγία. Κάποιοι μπορεί να πούνε «μα διακοπές με τη μάνα σου; Έλεος». Η δική μου εμπειρία ήταν διαφορετική. Στο νησί είχαμε φίλους, βγαίναμε, ακόμη και γκόμενους αποκτούσαμε καλοκαιρινούς κι ας βρισκόταν κι η μαμά εκεί. Δεν ήταν αυτό το θέμα ωστόσο, η ελευθερία δηλαδή που είχαμε παρόλο που ήμασταν μαζί της.
Ήταν, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, κάτι το φυσικό, σαν νερό που έρεε, οι διακοπές στο νησί τότε. Σαν να μην είχαμε βάρος, ξυπνούσαμε το πρωί, παίρναμε πρωινό στο μπαλκόνι όταν μέναμε στη Χρυσοπηγή, στης «Φλώρας», στην κουζίνα όποτε νοικιάζαμε σπίτι, και μετά νωρίς νωρίς στην παραλία. Στην άκρη της Χρυσοπηγής μπροστά από του Τσαπή.
Η μάνα μου πάντα ήθελε να είχε σπίτι στη Σίφνο. Δεν τα κατάφερε, που να βρει λεφτά. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου σκεφτόταν να αγοράσει κάτι για διακοπές -«για μας»- αλλά είχε φαγωθεί με την Εύβοια «για να μπορούμε να πηγαίνουμε βρέξει χιονίσει» και με τα χρόνια καλλιέργησε μια απέχθεια για τη Σίφνο.
Ίσως πάλι να ήθελε απλώς να πάει κόντρα στη μάνα μου…
Γιατί ο πατέρας μου πάντα πήγαινε κόντρα στη μάνα μου. Ο,τι της άρεσε ήταν για κείνον κόκκινο πανί. Μάλιστα, όπως μου έλεγε εκείνη τουλάχιστον, μια φορά έφτασε να την καταβρέξει με το λάστιχο επειδή είχε εκφράσει τον θαυμασμό της για έναν ηθοποιό της εποχής – τον Ροκ Χάτσον νομίζω. Άσχετο, αλλά ενδεικτικό μιας υποβόσκουσας ζήλιας, ενός παιδικού ανταγωνισμού, που προφανώς διατηρήθηκε για πάντα (παρόλο που η μάνα μου μόνο αυτόν ήθελε δίπλα της, μόνο το δικό του χέρι κρατούσε λίγο πριν πεθάνει).
ΥΓ. Στις 3 Αυγούστου, που σαλπάρουμε για Σίφνο, κλείνουν 5 χρόνια από τον θάνατό της. Μάλλον γι’ αυτό αισθάνομαι αυτή την περίεργη ένταση.
σχόλια