Το λατρευτό κι αγαπημένο ποίημα του Καβάφη "Περιμένοντας τους Βαρβάρους", χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, δυστυχώς, πολύ δυστυχώς αποδεικνύεται πόση τραγικότητα δεν κρύβει, αλλά φωνάζει με σπαραχτικά ουρλιαχτά.
Η ψυχούλα που το έγραψε έχω την τόλμη να πω πως πως θα έδινε ένα τέλος στην ίδια της τη σάρκα αν έβλεπε πως μετά από τόσα μα τόσα χρόνια το "Περιμένοντας τους Βαρβάρους" δεν έχει διαβαστεί, δεν έχει κατανοηθεί, δεν έχει γίνει ευαγγέλιο από τις κοινωνίες του κόσμου.
Γιατί Αλεξανδρινέ μας, μας κλείδωσες στην ιστορία σου;
Γιατί μας γέννησε η ίδια μήτρα που γέννησε το ποίημα σου;
Γιατί διθυραμβούμε όταν σ' αντιμετωπίζουμε σαν βάρβαρο;
Γιατί μας γέννησε η ίδια μήτρα που γέννησε το ποίημα σου;
Γιατί διθυραμβούμε όταν σ' αντιμετωπίζουμε σαν βάρβαρο;
Το "Περιμένοντας τους Βαρβάρους" αντικατοπτρίζει πλήρως την τραγικότητα την ελληνική.
"Δεν είμαστε ελληνικοί". Που θα λεγε ο δάσκαλος απ' τη Λιαντίνα.
Περιμένοντας τους Βαρβάρους
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
__
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Κ.Π. Καβάφης