Ενα τυπικό απόγευμα στην πλατεία Κολωνακίου δεν είχε τίποτα άξιο λόγου για κάποιον περαστικό. Περιστέρια συνωστίζονταν, δελτάδες χαχανίζαν ανελλιπώς κοντα στις προτομές, ηλικιωμένοι πήγαιναν βόλτα τα σκυλιά τους. Όλα ρέανε ας πουμε, τυπικά. Για όσους όμως ήταν τακτικοί θαμώνες, τα πράγματα κατά το βράδυ έπαιρναν άλλη τροπή. Ομάδες νέων μαζευόντουσαν στην Δεξαμενή, στην Τσακάλωφ, στο παρκο, ζωντανεύοντας την κατά τα άλλα «νεκρική» ατμόσφαιρα της κεντρικής πλατείας, αλλά και του Κολωνακίου εν γένει. Οι παρέες είχαν έναν δικό τους τρόπο να βιώνουνε τον χώρο, ο οποίος δεν ήταν ανοιχτός στον οποιοδήποτε.
Η αναζήτηση ενός παροδικού νοήματος και η πρόφαση για μία οποιαδήποτε μικρο-περιπέτεια ήταν ανέκαθεν ο ποθητός σκοπός. Όταν μπλέκαμε σε φασαρίες μας διαπερνούσε πάντοτε ένα λυτρωτικό αίσθημα, λες και είχαν πράγματι επίδραση οι μικρές μας γκάφες στην συνολική τάξη των πραγμάτων. Μία ασυμφωνία που ξύπναγε τον φόβο και παράλληλα τον ενθουσιασμό, μας έβγαζε από τον κύκλο της πλήξης προσδίδοντάς μας ένα αίσθημα θετικής δίνης. Πυλώνας κοινωνικών διασυνδέσεων αλλά και συνωστισμού επιτείδιων, χασισεμπόρων και υπόπτων ήταν ο εξωτερικός χώρος του Μαρασλείου, αλλά και οι τουαλέτες του όπως και στα περισσότερα σχολεία. Από όταν πήγαινα γυμνάσιο θυμάμαι το σύννεφο καπνού που ανέβλυζε από το εσωτερικό τους, σαν ένα κύμα ομίχλης έτοιμο να καταπνίξει οτιδήποτε βρεθεί στο διάβα του. Ίσως όμως τις είχα δαιμονοποιήσει κάπως στο κεφάλι μου. Είχα ακούσει πως κάποιοι είχαν φάει ξύλο, άλλους τους κουρεύανε, άλλους δεν τους άφηναν να ξαναβγούν να πάνε στο μάθημα, πράγματα που μάλλον δεν ήταν παρά επινοήσεις ενός φοβισμένου παιδικού μυαλού. Θύμαμαι πάντως έναν φίλο να μου λεεί πως στις 7 πριν την προσευχή μαζευόντουσαν όλοι "σαν τα ψάρια" για να κάνουν το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Υπήρχαν και φορές που έκανε εμφάνιση έκπληξη ο διευθυντής την ώρα που χασισοπίνανε κάποιοι. Αφου το πατούσανε κάτω με δισταγμό ψυχής, ύστερα το ξανα ανάβανε για να αντλήσουν το λίγο που απέμενε.
Το Μαράσλειο επίσης προσέλκυε αρκετό κόσμο σε γιορτές, καταλήψεις, αποκριάτικά πάρτυ, με συχνό φαινόμενο τις φασαρίες. Σε μία λοιπόν από τις πολλές περιστάσεις, μέσω κάποιου γνωστού που ήταν εντός της κατάληψης βρήκαν τον τρόπο να μπούνε και κάποιοι εξωσχολικοί. Στην συνέχεια σπάσανε τζάμια, καρέκλες και τραπέζια πετιόντουσαν απο δω και από εκεί, άλλοι ήρθανε στα χέρια και γενικότερα επικράτησε σαματάς. Επιδιώχθηκε λοιπόν στην συνέχεια η "ανακατάληψη" της κατάληψης, με την επίκληση παλιών μαρασλειωτών για να ξεφορτωθούν τους ανεπυθήμητους εισβολείς. Θυμάμαι ένα κωμικό γεγονός από εκείνο το βράδυ. Είμασταν όλοι έτοιμοι για την μεγάλη συμπλοκή που θα έπαιρνε μέρος εντός του σχολείου, αναμένοντας απέξω με αγωνία. Αφού λοιπόν ανοίγει η πόρτα για να δοξάσουμε τους "δικούς μας", κατέληξαν πως δύο μέλη από τις παρευρισκόμενες ομάδες γνωριζόντουσαν από τη φυλακή(!).
Οι κόμποι λοιπόν λύθηκαν και ανταμώσαμε όλοι μαζί μέχρι τα ξημερώματα, ώσπου την επομένη οι εξωσχολικοί εγκατέλειψαν το κτήριο. Μία καλή ευκαιρία για συμπλοκή πάντως ποτέ δεν έμενε αναξιοποίητη. Ένα βράδυ θυμάμαι κάποιος ντελιβεράς του εστιατορίου Φιλίππου στην ξενοκράτους, έκλεισε το μάτι σε μία φίλη προτείνοντας της περιπαιχτικά να περάσει να την πάρει γυρνώντας. Ύστερα εκείνη το εκμυστηρεύτηκε σε κάποιον πλατειακό, και σε διάστημα μισής ώρας η δεξαμενή είχε γεμίσει με τα πιο επικύνδινα μούτρα της Αθήνας. Μία χαρακτηριστική εικόνα που μου έμεινε είναι ένας θίασος γύρω στα εικοσι πέντε με τριάντα άτομα να κατευθύνονται έξω από το Φιλύππου, όπου ο ντελιβεράς τις έφαγε αδυσώπητα μπροστά στους πελάτες του εστιατορίου. Τα μπουλούκια που συχνάζανε στην πλατεία οργανώνανε συχνά τέτοιες μικρο-συγκρούσεις, όχι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, χωρίς να χάνουνε την ευκαιρία όταν τους δινότανε οποιαδήποτε πρόφαση.
Άλλος ένας κομβικός τόπος συγκέντρωσης ήταν το παρκάκι στην δεινοκράτους, το λεγόμενο π.π ή αλλιώς "πευκάκι" Εκεί ωδεύαμε συνήθως μετά το σχολείο για τσιγάρα, καμιά υποσχόμενη συμπλοκή που ακουγότανε από πριν, άλλοι για χασισοπότισμα και άλλοι για ραντεβού. Ο καθένας είχε τους λόγους του. Στο παρκάκι εκτυλισόταν μεγάλο μέρος του εφηβικού μας χρόνου και φιλοξένησε άθελά του πολλές γόπες, μπύρες, διαπληκτισμούς, συζητήσεις, φιλικά ανταμώματα και εφηβικούς έρωτες. Συχνά όταν η πλατεία καταλαμβανόταν από συμμορίες ή μπάτσους η κυκλοφορία δεν ήταν εύκολη για πολλούς. Σε κάποιες χρονικές περιόδους οι έξοδοι στις κεντρικές πλατείες ήταν περιορισμένες λόγω του φόβου πιθανού ψιρίσματος, ή και σύλλήψης. Μία φορά θυμάμαι κάποιοι πλατειακοί ξαποσταίνανε στα παγκάκια της δεξαμενής κάνοντας το τσιγάρο τους, ώσπου ξαφνικά κάνει την εμφάνιση της μία ομάδα δέκα ατόμων κρατώντας μπουκάλια και μαχαίρια, με
σχεδόν μοιραία κατάληξη. Τέτοια περιστατικά δυστηχώς γινόντουσαν αρκετά συχνά, προκαλώντας πολλές φορές και την "ερήμωση" των παραπάνω χώρων. Για αυτούς τους λόγους το παρκάκι ήταν αρκετά εξυπηρετικό, καθώς δεν είχε πέσει στην υπόλειψη άλλων εκτός του κύκλου (μέχρι ύστερα). Κάποιες φορές λείτουργούσε και ως σημείο επιστροφής από πορείες, "καταφύγιο" από κυνηγητά, αλλά και ως μέρος που ευνοούσε την απομόνωση.
Όσο για τα άτομα που τιμούσαν συνήθως τους άνωθεν χώρους με την παρουσία τους, ήταν συνήθως παιδιά που μαθήτευαν στο Μαράσλειο, εξωσχολικοί φιλοι αυτων,γνωστοί των τελευταίων, γνωστοι γνωστών κλπ. Ένας μικρός κύκλος νέων που μεγάλωσαν ολοι στην ίδια γειτονιά, και μοιράστηκαν μαζί όλες τις παιδικές και εφηβικές εμπειρίες τους, ο καθένας σαν να αποτελούσε μέλος μίας μεγάλης οικογένειας. Οι παλιοί ήταν οι "ογκόλιθοι" της πλατείας και μέχρι πριν κάτι χρόνια σταμάτησαν και αυτοί να πηγαίνουν εντατικά. Συχνά οι κύκλοι των ατόμων αλλάζανε, καινούργιες φουρνιές έρχονταν, άλλα παιδιά φεύγανε, η κάθε γεννιά όμως είχε στην πλατεία την δικιά της ιστορική συνέχεια.
Εκτός από την κλασσική δεκαριά που μαζευόνταν στην δεξαμενή καθημερινά, περνούσαν και εκλεκτές φυσιογνωμίες όπως ο συνωμοσιολόγος Ωράτιος, ο Φυσιογνωμιστής της πλατείας Κολωνακίου, ο βαριά αλκοολικός Μάρκος και άλλες γνωστές φιγούρες του Κολωνακίου όπως ο άστεγος Ιάκωβος, ο μικρός τότε Σώστης κ.α
Υπήρχε λοιπόν ένας μικρός κοσμος, ένα ρήγμα μέσα στο «αστικό μεγαλείο» του Κολωνακίου, που συνεπώς είχε την δικιά του γενεαλογία. Οι ιθύνοντες νέοι ήταν μέρος αυτής της μικροιστορίας, και αποτελούσαν εν μέρει, τη συνέχεια της. Χάρη σε αυτούς η πλατεία αποκτούσε μία διαφορετική χωρική σημασία, διατηρώντας μία ασυνέχεια με το λοιπό «κολωνακιώτικο» περιβάλλον. Η πλατεία, η δεξαμενή και το παρκάκι (Π.Π) πάνω από την οδό Σουηδίας, αποτελόυσαν ανέκαθεν τα ορόσημα της εξωσχολικής μικροιστορίας του Μαρασλείου. Όντας χώροι δομημένοι από μνήμες ερωτικών και φιλικών ξεριζωμων, ποδοσφαιρικών μικροκαβγάδων και παρείστικης ανταμώσης, η ιστορία των παλαιότερων γεννεών βρήκε τη συνέχεια της στη δική μας, η δική μας στους επόμενους και πάει λέγοντας. Συγκροτείται λοιπόν σταδιακά μία διαχρονική μνήμη που βυθίζεται σιγά σιγά στον χώρο της, διαφοροποιημένη πάντοτε από ότι μένει εκτός της. Τα δέντρα, τα παγκάκια, οι
παιδικές χαρές και το άγαλμα του Ελύτη δρούσαν (και δρούνε) παθητικά ως παρακαταθήκες εφηβικών αναμνήσεων. Για να μη δραματολογούμε όμως, δεν πρόκειται περί χαλασμένων χρόνων που γράφει και κάπου ο Τραιανός, καθώς όταν περνάς από αυτά τα μέρη όντας πλέον ενήλικας, νιώθεις σαν να αποτελείς ακόμη ένα μέρος της συνέχειάς τους, ένα μικρό λιθαράκι στην βαθιά τους ιστορία.
σχόλια