Πριν πολλά χρόνια, στην πατρίδα των Μύθων, ένας άντρας ξεκινούσε να φτιάξει τον δικό του. Ήταν όμορφος, επικοινωνιακός, πετυχημένος αθλητής, οδοντίατρος και γέννημα-θρέμμα Σαλονικιός. Με τον τίτλο του "φτερωτού γιατρού", που οι μιντιακές Μοίρες φρόντισαν να βάλουν στις αποσκευές του, ο άντρας εξελέγη βουλευτής για 17 χρόνια, έγινε Υφυπουργός και έπειτα μεταπήδησε στον δημαρχιακό θώκο "της πρωτεύουσας των Βαλκανίων".
Στο μυαλό του νέου Δημάρχου αυτό του άξιζε να είναι: Δήμαρχος της "πρωτεύουσας των Βαλκανίων". Η "συμπρωτεύουσα" ήταν, ούτως ή άλλως, ένας αθηναϊκής προέλευσης (και έμπνευσης) όρος και για αυτό και απορριπτέος. Άσε που ήταν και κούφιος περιεχομένου.
Επειδή λοιπόν δεν του άρμοζε το "συν", ο νέος Δήμαρχος θέλησε να "στήσει" την πόλη με όρους πρωτ -εύουσας. Δεν είχε όμως τις υποδομές για κάτι τέτοιο.
Έτσι, μία "εικονική πρωτεύουσα" άρχισε να δημιουργείται επί των ημερών του. Μια πόλη που γέμισε με φαραωνικών διαστάσεων έργα, που κλείστηκε ερμητικά στον εαυτό της και βαυκαλιζόταν με τους κατοίκους της, που στριμώχτηκε στην "μεγαλύτερη πλατεία των Βαλκανίων" και τις ασφυκτικά γεμάτες καφετέριές της, που γιόρταζε με "Αγγέλους" και "Αστέρες", που εντυπωσιαζόταν με το σάλτο-μορτάλε του Σάκη Ρουβά πάνω από τα κεφάλια των δημοτών και το κόκκινο φόρεμα της Δέσποινας Βανδή. Την ίδια ώρα, η επιβλητική μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου δέσποζε σε πάσης φύσεως πανηγυρική (ή πανηγυρτζίδικη) εκδήλωση και η χειραγώγηση των δημοτικών Μedia επιτύγχανε την μεγέθυνση και τον εξωραϊσμό του (όποιου) έργου του. Όλα αυτά, σύμφωνα με τον Δήμαρχο, είχαν έναν κοινό, αγαθό σκοπό: την επικοινωνιακή προβολή της πόλης.
Κι έτσι, η πόλη και ο Πρώτος Δημότης της βυθίστηκαν σε ένα σπιράλ ματαιοδοξίας. Κοίταζαν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και τυφλώνονταν από τα πρόσκαιρα φλας, τις κοσμικές δεξιώσεις, τα εγκάρδια χτυπήματα στην πλάτη, τα "γεια σου Δημαρχάρα" των πιστών, τις αναφορές στην "καλύτερη νυχτερινή ζωή" στην Ελλάδα. Τα περί "φραπεδούπολης" και "πρωτεύουσας της ανεργίας" ήταν σχόλια των κακοπροαίρετων.
Ο άντρας ήταν πλέον ένας Δήμαρχος pop-star, ένα λαϊκό είδωλο προς κατανάλωση από τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία και τα μεσημεριανάδικα. Οι ψηφοφόροι - groupies του τον λάτρευαν και οι δημότες άλλων πόλεων μας έλεγαν πόσο θα τον ήθελαν για δικό τους Δήμαρχο.
Όλα αυτά, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ήταν αναπόφευκτα συμπτώματα της "χρυσοπασπαλισμένης" - "Live your Myth in Greece" - δεκαετίας του 2000. Και δεν θα είχε και εντελώς άδικο.
Λίγα χρόνια μετά όμως, ο "Μύθος" έχει αποσυρθεί από διαφημιστικό σλόγκαν του Ε.Ο.Τ.. και στο άκουσμα της απόφασης του Δικαστηρίου που τον καταδικάζει σε ισόβια, ο πρώην, πλέον, Δήμαρχος κάνει λόγο για "αίμα αθώων που χύνεται για να ικανοποιηθεί η κοινή γνώμη". Μάλιστα διαμαρτύρεται που "ακόμη και στον Κοσκωτά αναγνώρισαν ελαφρυντικά", ενώ σε εκείνον, όχι.
Κι όμως, ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος έπεσε θύμα του ίδιου του μύθου του. Όλα τα στοιχεία που προτάθηκαν από την υπεράσπισή του ως ελαφρυντικά, όχι μόνο απορρίφθηκαν, αλλά στράφηκαν εναντίον του, σαν ένα ειρωνικό μπούμερανγκ της μοίρας: ο "πετυχημένος αθλητής", ο "σημαιοφόρος Ολυμπιονίκης στο Μόντρεαλ", ο "Δήμαρχος με το τεράστιο (αλλά απόλυτα αμφιλεγόμενο) έργο", ο "φτερωτός γιατρός", ο "κοσμαγάπητος", όλα τα κατά καιρούς υπερτονισμένα συστατικά του μύθου του, που γοήτευσαν την κοινή γνώμη, κατέρρευσαν με πάταγο. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αιτιολόγησε την άρνησή του, λέγοντας πως αυτά ακριβώς τα στοιχεία έπρεπε να τον αποτρέψουν από το να προβεί στο έγκλημα, και όχι να σταθούν ως ελαφρυντικά.
Προφανώς, την εποχή της παντοδυναμίας του πρώην Δημάρχου, όταν οι σύμβουλοί του φιλοτεχνούσαν το πορτραίτο του "αψεγάδιαστου", κανένας τους δεν τον προειδοποίησε για το πόσο βίαιο θα ήταν ένα ενδεχόμενο στραπατσάρισμα της "ατσαλάκωτης" εικόνας του. Ακόμη χειρότερα, τον συμβούλευαν μονόπλευρα για τον "Καίσαρα που οφείλει να φαίνεται τίμιος". Το "φαίνεσθαι", όμως, στο οποίο τόσο πολύ στηρίχτηκε, δεν αρκούσε: το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να ΕΙΝΑΙ και τίμιος.