Τικ- Τακ. Τικ-Τακ. Τααααακ. Τα τακούνια μου σέρνουν ανατριχιαστικά το παλιό μωσαϊκό της πολυκατοικίας, με κίνδυνο να ανασηκωθεί σύσσωμη η τρίτη ηλικία που διαμένει στο ίδιο οίκημα μαζί μου. Τραβιέμαι σε μια γωνιά και υπολογίζω τα σκαλιά. «Θα τα καταφέρω» σκέφτομαι αν και η μπύρα που έχω καταναλώσει ανεβοκατεβαίνει απειλητικά στο στομάχι μου, με κάθε «τικ» που κάνουν οι «κόθορνοι» στους οποίους υποβαστάζομαι.
Με τα πολλά, και νιώθοντας ήδη αρκετά ένοχη για ένα ενδεχόμενο, πρώιμο ξύπνημα που μπορεί να προκάλεσα ασυνείδητα, μαντρώνομαι στο σπίτι και αποφασίζω να αφήσω την επόμενη μέρα να κυλήσει ήρεμα.
Ήρεμα. Αυτή είναι η λέξη-κλειδί. Αυτό είναι που υποτίθεται δε συνάδει με τη νεότητα. Την ηλικία μας. Τη φοιτητική ζωή μας. Αντίθετα, αυτό που περιμένεις από «εμάς» είναι η υπερβολή στο μεγαλείο της, γέλια, φωνές, τηλέφωνα αργά μέσα στη νύχτα, μουσική τέρμα –όχι γιατί έχεις θέμα ακοής, αλλά γιατί το πάθος σε αυτή τη φάση της ζωής σου είναι σύμφυτο με τις καλημέρες σου- και νυσταγμένα μάτια. Σπίτια ασφυκτικά γεμάτα. Κουτιά από πίτσες και τενεκεδάκια μπύρες έξω από την πόρτα.
Στην αντίπερα όχθη όμως; Τι έχεις; Γιατί έτυχε να μοιράζεσαι αυτό το σύμπαν με κάτι άλλους κληρονόμους, που πλέον μοιάζουν να συρρικνώνονται- ίσως στην προσπάθειά τους να αφήσουν σε εσένα περισσότερο χώρο. «Κοίτα, ο κόσμος είναι δικός σου. Είσαι νέος» σε προσκαλούν.
Στην άλλη άκρη λοιπόν -παίρνεις μια βαθιά ανάσα και βουτάς- έχεις πολύ δυνατή τηλεόραση. Όχι, εδώ δεν είναι το πάθος, παρά μόνο η απόπειρα να γεμίσεις τη σιωπή. Σου έχω και άλλη τέτοια απόπειρα. Τον ελληνικό που φτιάχνεις κάθε Κυριακή πρωί και μυρίζει όλη η πολυκατοικία. Πόσες φορές δε σε είδα όμως να χύνεις το καφέ υγρό στο νιπτήρα γιατί δεν ήρθε κανείς; Έμειναν τα λουκούμια όμως και το γεμάτο ποτήρι νερό -άγαρμπη θύμηση εκείνου που «δε μπόρεσε» ή «δεν πρόλαβε». Εσύ επίσης δεν είσαι σαν εμένα- δε σε περιμένουν όλοι στο Κυριακάτικο τραπέζι γιατί άργησες να σηκωθείς ή απλώς γιατί δεν έχεις όρεξη τα τραπεζώματα- αντίθετα, βγαίνεις στο κρύο κατώφλι και για μισή ώρα βλέπεις τα αμάξια που περνούν και ελπίζεις ότι το επόμενο είναι αυτό που θα σε πάρει. Μια ώρα βόλτα, θα φας, θα ακούσεις τα μεγαλεπήβολα σχέδια των «άλλων», που έχουν πιο ενδιαφέρουσες ζωές από σένα, θα πάρεις τα χάπια σου αλλά δε θα κάτσεις για καφέ, γιατί «δεν προλαβαίνει κανείς μαμά/ μπαμπά, αύριο Δευτέρα = οργασμός στη δουλειά».
Μοναξιά. Έχει κάτι το μελαγχολικό από μόνη της η λέξη, κάτι από μπλεγμένα χέρια και άπειρες στιγμές ησυχίας. Στην άπειρη ανασφάλεια που σε περικλείει. Άδεια κουζινικά, κενά δωμάτια, σκονισμένα βιβλία και παιχνίδια ενός «Άλλου». Απόντος. «Θέλεις να παίξουμε;» Η μοναξιά σου κλείνει το μάτι και σε περιπαίζει.
Δεν πιστεύω στην «λογική των πραγμάτων». Στη λογική του ότι όσο μεγαλώνεις, αξίζεις όλο και λιγότερα, είσαι ένα βάρος. Είσαι βαρετός. Επαναλαμβάνεσαι. Φοβάσαι.
Γιατί φοβάσαι; Θα σου πω ευθύς αμέσως γιατί φοβάσαι. Άκου λοιπόν: έχοντας καθυστερήσει τα κοινόχρηστα και έχοντας ενοχλήσει ουκ ολίγοις με τη μουσική και τις φωνές φίλων, κατέβηκα τις προάλλες στον κάτω όροφο, σα βρεμένη γάτα, να «απολογηθώ» για την ασυνέπειά μου.
«Έλειπες αυτό το μήνα;» με αιφνιδιάζει η κυρία που ζει μόνη της. Οι δικαιολογίες θάλασσα στη γλώσσα μου, «όχι αλλά...» «Δεν σε άκουσα καθόλου και ανησύχησα. Μπορείς... ξέρεις, όταν ανεβαίνεις τα σκαλιά, να περπατάς λίγο πιο βαριά για να σε ακούω και να μη νιώθω μόνη;»
Δεν της απάντησα τότε. Επέλεξα να της απαντάω κάθε μέρα που γυρνάω απ' έξω, πότε μιλώντας δυνατά στο τηλέφωνο, πότε καρφώνοντας τις γόβες μου στο πάτωμα. Πάντοτε όμως, με πολλή φασαρία.
σχόλια