Πατέρα, μάνα,
σας γράφω αυτό το γράμμα για να σας πω ότι χθες, στην Αθήνα, στο Κερατσίνι, πέθανε ένας άνθρωπος. Για την ακρίβεια τον σκότωσαν. Στο δρόμο. Με μαχαίρι. Σαν το σκυλί. Μπροστά στην κοπέλα και τους φίλους του.
Θα με ρωτήσετε γιατί τον σκότωσαν. Τον σκότωσαν γιατί πίστευε και αγωνιζόταν για κάτι διαφορετικό. Κάτι διαφορετικό από αυτό στο οποίο πιστεύουν αυτοί που του έμπηξαν το μαχαίρι στην καρδιά και τον άφησαν να ξεψυχήσει στον δρόμο.
Τον σκότωσαν γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε τίποτα, ούτε καν στο αναίτιο αυτό μίσος που οδηγεί όλες τους τις πράξεις. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα στη ζωή τους, μόνο μια απέραντη μοναξιά, και ένα τεράστιο εγωισμό, ότι δήθεν είναι καλύτεροι από τους υπόλοιπους, από αυτούς που διαφέρουν.
Από τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους, τους αλλόθρησκους, τους άθεους, τους αριστερούς, τους αναρχικούς, από αυτούς που διαφωνούν μαζί τους.
Και έχουν μία απάντηση. Την βία. Θρέφονται απο αυτήν, παίρνουν δύναμη από αυτήν, όπως ο Ανταίος έπαιρνε δύναμη από τη μάνα του, τη Γη. Αν τους πάρεις αυτό το όπλο, το μόνο τους όπλο, μένουν γυμνοί, αδύναμοι, ακίνδυνοι.
Όμως θέλω να σας πω δυο λόγια για αυτόν τον άνθρωπο που σκότωσαν. Ένα παιδί, λίγο μεγαλύτερο από μένα. Ένα παιδί 34 χρονών. Τον Παύλο.
Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι φίλος μου. Θα μπορούσε να έχει έρθει στο σπίτι μας για φαΐ, θα μπορούσαμε να έχουμε πιει καφέ όλοι μαζί, να τον έχουμε φιλοξενήσει στο εξοχικό μας, θα μπορούσατε να ξέρετε τους γονείς του.
Θα μπορούσα να είμαι εγώ.
Πατέρα, μάνα...
Δεν σας ζητώ κάτι δύσκολο. Να ανοίξετε τα μάτια σας. Να κοιτάξετε κατάματα αυτό το τέρας. Να δείτε το μίσος που το οδηγεί.
Και να σταθείτε δίπλα μου, δίπλα μας, καθώς το πολεμάμε.
Πόσοι νεκροί χρειάζονται ακόμα...?
Πόσοι νεκροί είναι αρκετοί...?
Χθες ήταν ο Παύλος.
Αύριο μπορεί να είμαι εγώ...
Αλλά τότε πατέρα θα είναι αργά...
Τότε μάνα θα είναι αργά...