Συνηθίσαμε ο ένας τον άλλον πολύ γρήγορα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που κοιμόμουν μαζί σου τα βράδια! Συνήθισες και τους φίλους μου. Κι αυτοί εσένα! Κι έτσι όμορφα πέρασαν οι πρώτοι μήνες της κοινής μας ζωής.
Γλυκέ μου καναπέ,
Σαν χθες θυμάμαι την μέρα που έγινες δικός μου. Ήταν Τρίτη μεσημέρι. Έβρεχε και ήμουν αγχωμένη για την μεταφορά σου στο νέο σου σπίτι. Στο σπίτι μας. Ένα σπίτι που σε περίμενε να το ζεστάνεις με την παρουσία σου.
Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά κι εσύ πήρες την περίοπτη θέση στη γωνία του σαλονιού. Σε κοίταζα και χαιρόμουν που επέλεξα εσένα. Κι όταν μπήκαν και τα υπόλοιπα έπιπλα που έδεναν αρμονικά μαζί σου, γινόμουν περήφανη για την επιλογή μου.
Σάββατο βράδυ. Το κουδούνι χτυπά. « Ααα, καλορίζικος-καλορίζικος», «Τι ωραίος που είναι». Είναι, δεν είναι; Εσύ με τη σειρά σου, για να μας ευχαριστήσεις για τα καλά μας λόγια ήσουν τόσο βολικός και άνετος που όλοι σε λάτρεψαν. Κι έτσι έκλεισε. Κάθε Σάββατο στης Μαρίας, για ταινία!
Συνηθίσαμε ο ένας τον άλλον πολύ γρήγορα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που κοιμόμουν μαζί σου τα βράδια! Συνήθισες και τους φίλους μου. Κι αυτοί εσένα! Κι έτσι όμορφα πέρασαν οι πρώτοι μήνες της κοινής μας ζωής.
«Μαρία θα έρθεις για καφέ»; «Ξέρεις, έχει την αγαπημένη μου σειρά στην τηλεόραση κι έχω στρωθεί στον καναπέ εδώ και μισή ώρα μέχρι να αρχίσει».
«Μαρία πάμε κανένα σινεμαδάκι»; «Δεν έρχεστε από εδώ καλύτερα. Να είμαστε και πιο άνετα στον καναπέ»;
«Μαρία πάμε για ποτό»; «Μωρέ είμαι κουρασμένη και λέω να ξαπλώσω στον καναπέ να δω λίγη τηλεόραση μέχρι να αποκοιμηθώ».
Προτείνω τη συντροφιά σου σε όλους. Μα, γιατί δεν σε θέλουν;
Τα πόδια μου σέρνονται. Τα μάτια μου είναι πρησμένα από το κλάμα. Το κεφάλι μου είναι έτοιμο να σπάσει. Η καρδιά μου σαν ξεριζωμένη.
Είμαι μόνη μου. Έμεινα μόνη μου. Το τηλέφωνο μου έχει σταματήσει να χτυπά τους τελευταίους δύο μήνες. Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπά μόνο όταν κάποιος πλασιέ θέλει να ρίξει τα φυλλάδια του.
Δεν με αναγνωρίζω. Δεν αναγνωρίζω ούτε την καθημερινότητά μου. Εγώ που είχα φίλους, που ήμουν όλη μέρα στους δρόμους, που διασκέδαζα, που διαμαρτυρόμουν, που αντιδρούσα, που φώναζα... πού είμαι;
Έμεινα μόνη, στο είπα; Έμεινα μόνη να κοιτώ ένα χαζοκούτι καθισμένη επάνω σου. Εσύ φταις για όλα. Εσύ, εσύ, εσύ! Παλιοκαναπέ! Εσύ μου πήρες τη ζωή. Εσύ μου πήρες τους φίλους μου. Εσύ με έκανες μόνη. Εσύ με έκανες παθητική. Εσύ με έκανες αδιάφορη. Εσύ, που με την άνεση σου κατάφερες να με πείσεις ότι είσαι η εύκολη λύση. Κατάφερες να με πείσεις ότι πρέπει να είσαι η πρώτη μου επιλογή.
Και να' μαι τώρα. Καθισμένη επάνω σου σε αυτό το χάλι. Έμεινα μόνη μου, στο είπα;
Δεν θα στο συγχωρήσω ποτέ. Μου άλλαξες τη ζωή. Μόνο, αν θες να ξέρεις, αυτό ήταν δικό μου όνειρο. Κι είχα κι άλλα, πολλά. Αλλά από τότε που σε άφησα να μπεις στη ζωή μου, όλα πήγαν πίσω. Ναι, πίσω. Αντί για μπροστά, πίσω.
Αδυνατώ να πιστέψω ότι την πάτησα. Αδυνατώ να δεχτώ το κακό που μου έκανες. Με γνώρισες με μια καρδιά γεμάτη ¨θέλω¨ και με κατάντησες μια καρδιά γεμάτη ¨γιατί¨. Πες μου, γιατί; Γιατί μου το έκανες αυτό; Είναι ο τρόπος σου να με εκδικηθείς για το σημάδι που σου έκανα; Τα έχουμε πει αυτά. Κατά λάθος μου έπεσε το κρασί.
Δεν το ήθελα.
Αντιθέτως με εσένα που ήθελες το κακό μου. Και ήξερες πώς να το επιτύχεις. Με έκανες αυτό που απευχόμουν, αυτό που μισούσα, αυτό που κορόιδευα. Με έκανες ένα άτομο του καναπέ. Ένα άτομο αδύναμο. Ένα άτομο ανίκανο. Ένα άτομο ανούσιο και αδιάφορο.
Αποβλακώθηκα. Χάζεψα. Πίστεψα σε οφθαλμαπάτες. Δεν πήγα για καφέ. Δεν πήγα για βόλτα. Δεν πήγα να διαμαρτυρηθώ. Δεν σήκωσα το τηλέφωνο. Σήκωσα μόνο το τηλεκοντρόλ. Το τηλεκοντρόλ! Εκεί με ώθησες.
Φτάνει. Ως εδώ. Δεν θέλω άλλο αυτή την ψευτιά που μου δίνεις. Σε κατάλαβα. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, δεν λένε; Ε, λοιπόν μπορεί να άργησα αλλά κατάλαβα ότι δεν μου κάνεις καλό.
Ίσα-ίσα που με εξαφανίζεις. Με εκμηδενίζεις. Με ντροπιάζεις. Δεν είμαι δα και τόσο αφελής για να μην το καταλάβω.
Πήρα 10 κιλά εξαιτίας σου. Έβλεπα την καύτρα του καρκίνου μου να σιγοκαίει, χιλιοστά από τα μάτια μου. Με έκανες να πιστέψω στην πλάνη. Με έκανες να αρνηθώ τη ζωή μου. Την φύση μου. Έχασα την περιέργειά μου. Έχασα το ενδιαφέρον μου. Με ξέχασα. Έμεινα μόνη μου, στο είπα;
Γιατί μόνος μένει όποιος κλείνεται στον μικρόκοσμό του. Μόνος του μένει όποιος κλείνεται στο σπίτι κολλημένος σε ένα χαζοκούτι και ξαπλωμένος σε έναν καναπέ.
Δεν είσαι φίλος μου. Εχθρός μου είσαι.
Αντίο, απαίσιε καναπέ.
«Ξεκινάς να αλλάξεις τον κόσμο και καταλήγεις να αλλάζεις κανάλια». Αυτή είναι η πραγματική και κακή φιλοσοφία του καναπέ. Κρατηθείτε μακριά, για το καλό όλων μας!
Ιδέες εξακολουθούν να σερβίρονται. Το ίδιο και οι θεωρίες για τη ζωή. Δημιουργήστε τις δικές σας ιδέες. Τη δική σας θεώρηση βίου. Μην αναμασάτε τις ήδη υπάρχουσες.
Ενέργεια, κρίση, σκέψη, ορθολογικότητα. Προστατέψτε τις, γιατί μπορεί να μείνετε μόνοι σας, σας το είπα;
σχόλια