Ξύπνησες εκείνο το πρωί στη γνώριμη Αθήνα.
Τέσσερις το απόγευμα-αυτό είναι το πρωί σου.
Καφές και τσιγάρο κι ώρες ατέλειωτες και άσκοπες.
Χωρίς σκοπό και προορισμό πλανήθηκες εκείνο το απόγευμα.
Ο άνεμος σε σκόρπισε σε μέρη που νοστάλγησες.
Γνώριμο δρομολόγιο.
Το έκανες με μάτια μισάνοιχτα.
Δεν ήθελες να δεις τη ζωή να καταστρέφει τον τόπο που ερωτεύτηκες.
Τα μονοπάτια που ζωγράφισες,με χρώμα μολυβί,όπως το απομεσήμερο.
Γνώριμο δρομολόγιο.
Το έκανες με μάτια μισάνοιχτα.
Δεν ήθελες να δεις τη ζωή να καταστρέφει τον τόπο που ερωτεύτηκες.
Τα μονοπάτια που ζωγράφισες,με χρώμα μολυβί,όπως το απομεσήμερο.
Είναι μαγνήτης η Αθήνα έλεγες.
Κι αν προσπαθείς να τρέξεις μακριά της,τα βήματα σε πάνε προς τα πίσω.
Είναι εθιστική αυτή η θέα από δω.
Επάνω η Ακρόπολη και κάτω η ζωή.
Κυλάει ασταμάτητο ποτάμι λυσσασμένο.
Κι εσύ -σύγχρονη γυναίκα-σε μια αρχαία πέτρα καθισμένη.
Με το μισοσβησμένο σου τσιγάρο για παρέα..
Ν'ανασαίνεις τη μοναξιά ανάμεσα στα τόσα εκατομμύρια.
Είναι εθιστική αυτή η αύρα.
Οι ξένοι πνίγονται κι αναζητούν άλλο αέρα.
Αυτός είναι ο αέρας της.
Μυρίζει ανθρωπιά από δω πάνω.
Το χάος μοιάζει ήρεμο..
Σαν κύμα που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του.
Είναι η πόλη σου αυτή.
Είναι κομμένη και ραμμένη για να ζεις και να πεθαίνεις.
Το θάνατο ή τη ζωή σου εκτιμάς μέσα στο γκρίζο σύννεφό της.
Είσαι γαλήνια εδώ.
Θα ήθελες να ζήσεις το ταξίδι σου σ'αυτή την πόλη.
Και να'ναι αυτή μακριά που θα στο πάρει.
Κι εσύ σα μαγνήτης τραβάς όποιον θέλεις στη δύνη της.
Γίνεσαι ένα με την αύρα αυτή την εθιστική.
Κι εγώ αγάπησα τον εθισμό σε σένα.
Γυναίκα που ανασαίνεις Αθήνα, είσαι εσύ όπως πρέπει να είσαι.
Είσαι εσύ όπως θέλεις να είσαι.
Γυναίκα που γεννιέσαι τη νύχτα και σβήνεις τη μέρα.
Είσαι εδώ για να γίνεις αυτό που χρειαζόσουν.
Κι έγινες εδώ αυτό που χρειαζόμουν.