
Η Αλίκη χαμογελάει ξανά;
Η Αλίκη άρπαξε το καπέλο της, έφυγε από το σπίτι με μάτια γεμάτα δάκρυα και πήγε τρέχοντας στον Κωστή.
—Τι έγινε πάλι ρε φιλαράκι, ρώτησε ο Κωστής με απάθεια.
—Η μάνα μου έχει φρικάρει. Δεν την παλεύω άλλο. Θα σηκωθώ, θα φύγω και θα με ψάχνει. Χτύπα μου τον κούνελο ρε Κωστή!
—Ποιον κούνελο ρε Αλίκη. Ο κούνελος σε μάρανε! Τράβα σπίτι να τα βρεις με τη μάνα σου αλλιώς δεν κάνω τίποτα. Θα κυνηγάει εμένα η Λόλα μετά.
—Καλά οκ μας υποχρέωσες κ εσύ, φώναξε και έφυγε εκνευρισμένη.
Ένιωθε τα μηνίγγια της να χτυπάνε και το στόμα της είχε στεγνώσει.Πήρε ένα τσάι με γεύση αμυγδάλου και άραξε σε ένα παγκάκι να ηρεμήσει. Μετά από λίγο έφυγε.
—Γεια σας
—Γεια
—Έχω έναν κούνελο. Μόνη μου τον έφτιαξα. Μπορεί να γίνει;....μπορεί να γίνει τώρα;
—Ναι κοπελιά.. Σε πειράζει να στον αλλάξω λίγο;
—Όχι κάνε ότι πιστεύεις! Ευχαριστώ..
—Άραξε και σε φωνάζω σε λίγο.
Η Αλίκη έβγαλε το καπέλο της. Ένα μωβ φανταχτερό βελούδινο καπέλο το οποίο είχε αγοράσει από το ταξίδι της στην Αγγλία. Μόλις το είδε η μάνα της έφριξε. Σαν να την άκουγε! ''Πως είσαι έτσι ρε Αλίκη. Πάλι ξόδεψες τα λεφτά μου σε βλακείες;''
—Ο κούνελος είναι έτοιμος! Πως σε λένε;
—Αλίκη!!
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και η καρδιά της χτύπησε δυνατά από τον ενθουσιασμό.
Έπειτα από καμιά ώρα ένα λευκό κουνέλι, με ροζουλί μύτη και λουλούδια στο κεφάλι αποτυπώθηκε στον καρπό της.
Μπήκε με φορά μέσα στο σπίτι και κλείστηκε στο δωμάτιό της με ένα περίεργο αίσθημα. Ανησυχία, τύψεις, αγωνία, προσμονή, φόβος;
Το χερούλι της πόρτας άνοιξε απότομα και η Λόλα με νευρική, υστερική φωνή συνέχισε τον καυγά που αφήσαν στη μέση πριν φύγει η Αλίκη.
—Σηκώνεσαι και φεύγεις και μου κοπάνας τις πόρτες; Ποια νομίζεις ότι είσαι; Αυτό είναι δικό μου σπίτι, δίκες μου πόρτες! Δε θα κάνεις ότι θέλεις εδώ μέσα κυρία μου! Υπάρχουν κανόνες και θα υπακούς!!
Η Αλίκη ούτε την κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στη τσαλακωμένη γωνία της μοκέτας και περίμενε να τελειώσει ο μονόλογος. Αλλά ο θυμός την είχε κυριεύσει, το μέτωπό της έκαιγε και τα μάτια της έτσουζαν.
Κάποια στιγμή η Λόλα την πλησίασε και άρπαξε με μανία το χέρι της.
—Τι ζελατίνες έχεις στο χέρι σου; Πας καλά; Γιατί μια ζωή πρέπει να κάνεις βλακείες;
Η Αλίκη κατέρρευσε.
Την επόμενη χρονιά τον Νοέμβρη, όταν έκλεισε τα 19, μάζεψε τα πράγματα της, πήρε τον μαύρο γάτο της και πήγε στον ξάδερφό της στο Άμστερνταμ.
Η Λόλα της είπε: Πήγαινε, αν και δε νομίζω να καταφέρεις και πολλά. Και να ξέρεις εγώ δε θα σε περιμένω και να κλαίγεσαι...
Η Αλίκη όμως δεν έκλαψε. Η Αλίκη αγάπησε, πόνεσε, ένιωσε δυνατά αισθήματα αλλά κυρίως γέλασε.. ξεκαρδίστηκε και συνεχίζει να γελάει και να χαμογελάει.
Η μάνα της δεν παραδέχτηκε ποτέ, ούτε ότι το παιδί της δεν ήταν κτήμα της, ούτε ότι την περίμενε με λαχταρά πίσω στην Αθήνα.
Το κακό όμως έχει γίνει.
Η Αλίκη και η Λόλα συνεχίζουν να ζούνε με το χαμόγελο, με το παγερό, στημένο τους χαμόγελο.
σχόλια