Η γειτονιά μου

Η γειτονιά μου Facebook Twitter
0

Επιστρέφοντας πίσω στη δεκαετία του 1990, σε ένα στενό κοντά στην πλατεία αμπελοκήπων, ήταν μία όμορφη γειτονιά. Ήταν γειτονιά με όλη τη σημασία της λέξης και με όλα τα όμορφα ,γραφικά -με την καλή έννοια πάντα- χαρακτηριστικά της. Το σπίτι μας βρισκόταν μέσα σε ένα στενό επί της Βενιζέλου, στον δεύτερο όροφο μίας τριώροφης πολυκατοικίας. Υπήρχε και η "πίσω γειτονιά" , το παράλληλο δηλαδή στο δικό μας στενό, όπου μπορούσες να βρεθείς είτε από τον κανονικό κάθετο στο στενό δρόμο είτε από ένα πέρασμα το οποίο τότε το θεωρούσαμε ιδιαιτέρως αξιοπερίεργο καθώς έμοιαζε με μικρή σπηλιά. Στην "πίσω γειτονιά" είχε μεγαλύτερο χώρο να παίξουμε λόγω του πεζοδρομίου αλλά και μίας άχτιστης πολυκατοικίας- η οποία αργότερα στέγασε το ψιλικατζίδικο από όπου προμηθευόμασταν τις κάρτες του Τιτανικού και τα παγωτά καραμπόλα .


Η γειτονιά είχε αέρα πολίτικο καθώς δημιουργήθηκε από πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης.  Τα πρωινά οι νοικοκυρές, ενώ τίναζαν τα παπλώματα, αντάλλασσαν τις πρώτες καλημέρες από τα μπαλκόνια τους. Μόλις τελείωναν τις δουλείες τους πετάγονταν για ελληνικό καφέ στη γειτόνισσα χωρίς να πρέπει να προηγηθεί τηλέφωνο και ραντεβού. Εμείς ξυπνούσαμε και κατεβαίναμε στο δρόμο έχοντας ένα άτυπο ραντεβού με τα υπόλοιπα παιδιά ,για να παίξουμε. Τότε δεν υπήρχαν τα κινητά , δεν είχε κανένας ούτε μικρός ούτε μεγάλος επομένως όλα τα ραντεβού ήταν προκαθορισμένα , ήξερες πως την τάδε περίπου ώρα θα βρεις τα παιδιά στο τάδε μέρος. Ήμασταν μικροί άλλωστε και ο κόσμος μας περιοριζόταν στο τετράγωνο της γειτονιάς μας.


Τα παιχνίδια μας ήταν κρυφτό, αγώνες δρόμου όπου τρέχαμε γύρω από το τετράγωνο να δούμε ποιος θα βγει πρώτος, μήλα και διάφορα άλλα αυτοσχέδια. Υπήρχε ένα και μοναδικό χαμηλό σπιτάκι. με αυλή όπου ήταν της γιαγιάς μιας φίλης μας και εκεί μαζευόμασταν τα κορίτσια που και που να παίξουμε κούκλες. Όχι ότι δεν είχαμε υπολογιστές με παιχνίδια που τότε άρχισαν να γίνονται τις μόδας, όμως παρά τον περιορισμένο χώρο της γειτονιάς προτιμούσαμε τα πιο δραστήρια παιχνίδια.

Μετανάστες υπήρχαν, λίγοι μεν, γείτονες μας δε.  Ο προσδιορισμός « ρωσοπόντιος» υπήρχε επίσης αλλά δεν είχε αρνητική χροιά για εμάς τα παιδιά. Για την ακρίβεια, το μόνο που ήξερα για αυτό ήταν πως οι δύο αδερφές και καλύτερες μου φίλες που παίζαμε κάθε μέρα και ήμουν όλη μέρα σπίτι τους , είχαν έρθει από μία μακρινή χώρα που είχε γυναικείο όνομα -Γεωργία- και ότι στη γλώσσα που μιλούσαν εκεί το μαμά τονίζεται στο πρώτο α και η γιαγιά μου θα λεγόταν μπάμπουσκα-σαν το ξύλινο κουκλάκι που είχαμε στο σαλόνι και που είχε μέσα του και άλλα μικρότερα κουκλάκια. Το σπίτι τους ήταν πάντα ανοιχτό για εμένα και δεν είχε χαλιά μόνο στο πάτωμα, όπως το δικό μας, αλλά και στους τοίχους γιατί στη χώρα από όπου είχαν έρθει είχε πάντα πολύ κρύο . Ήμασταν  7 χρονών όμως αυτά τα κορίτσια έκαναν όλες τις δουλειές που έκανε η μαμά μου επειδή οι γονείς τους δούλευαν όλη μέρα. Μέχρι τότε νόμιζα πως αυτά είναι αποκλειστικά δουλειές των μεγάλων. Στο σαλόνι τους υπήρχε ένα καφέ πιάνο από ξύλο καρυδιάς γιατί η μαμά τους πριν έρθουν εδώ ήταν καθηγήτρια πιάνου. Εκείνο ήταν το πρώτο πιάνο που είδα ποτέ από κοντά και που εμφύσησε μέσα μου την αγάπη για αυτό ώστε κάποια χρόνια αργότερα και αφού είχα φύγει από τη γειτονιά να αποφασίσω να ξεκινήσω μαθήματα πιάνου.

Βρέθηκα πρόσφατα εκεί-όχι τυχαία , η νοσταλγία ,που είναι το πιο γρήγορο μεταφορικό μέσο, νίκησε την απόσταση και τη ζέστη και ξέκλεψε χρόνο από τις υποχρεώσεις. Είχα να βρεθώ από παιδί στα γνώριμα στενά που φιλοξένησαν τις πιο σημαντικές παιδικές αναμνήσεις μου. (Πλεονασμός καθώς οι παιδικές αναμνήσεις είναι όλες σημαντικές και αφήνουν και σημαδάκια  τα οποία καθορίζουν πολλές από τις ενήλικες διαδρομές μας.)   Η "σπηλιά" μας πλέον χτίστηκε και το χαμηλό σπίτι εγκαταλείφθηκε, αν κρίνω από τα φύλλα που κάλυπταν την αυλόπορτα. Στο πεζοδρόμιο που άλλοτε ως παιδί έπαιζα «κουτσό» στάθηκα πλέον ως γυναίκα, ακίνητη , θέλοντας να αφουγκραστώ τα πάντα και ψάχνοντας τις «10 διαφορές»: εκείνα που έμειναν ίδια και εκείνα που χάθηκαν. Το καλό με τα μέρη που γνωρίζεις τόσο καλά είναι πως μπορείς πάντα να ζωγραφίζεις νοερά αυτά που άλλαξαν με τον καιρό έτσι ώστε να φτιάχνεις  ξανά από την αρχή την εικόνα που θυμάσαι με τις όμορφες γωνιές, τους ανθρώπους που αγαπάς και τον εαυτό που άφησες πίσω. Αποτύπωσα την εικόνα –όπως ήθελα- και πήρα , με αργά βήματα, το δρόμο της επιστροφής.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ