Πατρινό καρναβάλι για πάντα. Μπουκάλια μαυροδάφνης σπασμένα παντού, ένα ζευγαράκι στη μέση του πουθενά φιλιέται ώρες και ο δήμος καταφθάνει να καθαρίσει για αύριο. 5:00 πμ, αύριο είναι η μεγάλη παρέλαση.
Είναι βιαστικοί, έχουν πολύ δουλειά, συνεννοούνται ποιο χώρο της πλατείας θα πάρει ο καθένας για να τελειώσουν πιο γρήγορα. Κάθομαι σε μια καρέκλα, νεκρή, να κάνω ένα τσιγάρο. Δεκατέσσερις ώρες εξυπηρέτησης πελατών, σερβιτόρα δηλαδή, σε περίοδο καρναβαλιού. Πίκρα… Και τους παρατηρώ. Ξαφνικά τους βλέπω σε κύκλο να μένουν στήλη άλατος, σκέφτομαι από μέσα μου «κουράστηκαν οι άνθρωποι». Μα όχι… Από το δίπλα μαγαζί ακούγεται ο εθνικός ύμνος, σε φάση γέλιου, και αυτοί περιμένουν να τελειώσει. Τον τιμούν! Σάστισα…
«Υπάρχει άνθρωπος το ’13 στην Ελλάδα που τιμά τον Εθνικό Ύμνο εν ώρα εργασίας; Ίσως έχουν διαφορετικά βιώματα.», ποτέ δεν με κάλυψα.
Το ζευγαράκι ανέπαφο συνεχίζει τις «τρυφερές στιγμές» ενώ ο δήμος έχει φύγει. Επιτέλους το καρναβάλι για σήμερα κοιμήθηκε.
Πέρασε καιρός. Βρέχει πολύ αυτή την Τρίτη, φεύγω σκαστή από τη σχολή με το ταφ στο χέρι να πάω στην πολυαγαπημένη μου δουλειά. Ανοίγω την πόρτα,
Δυο καραφάκια στο οχτώ γωνία, η Μαίρη.
«Τα σπίτια είναι χαμηλά, σαν έρημοι στρατώνες….», στον απόηχο.
Άργησες, η γυναίκα του «αφεντικού», τι γλυκιά!
Και «αυτός» πολύ σκεπτικός πάνω από μια κίτρινη, μεγάλη ατζέντα με άθλια γράμματα και αυτά τα γυαλιά που θυμίζουν μεγαλοδημοσιαγράφο της τηλεόρασης. Τα μισώ αυτά τα γυαλιά.
10:00 μμ, πάλι δεν έχουμε δουλειά. Πολύ μουντή η ατμόσφαιρα στο μαγαζί και δεν είναι από το τσιγάρο. Κάθομαι και «τον» παρατηρώ, είναι όλη την ώρα με το τηλέφωνο στο χέρι και μιλάει, μιλάει, μιλάει. Γελάει, προσποιείται ,δημοσιοσχετίζεται με λίγα λόγια. Ααα! Σήμερα είναι του Αγ. Γεωργίου και παίρνει για να ευχηθεί στους εορτάζοντες φίλους «του». Υποκρίνεται δηλαδή. Απλά βρίσκει ένα λόγο να διαφημίσει το καινούργιο «του» μαγαζί, που δεν πάει καλά. Παρ’ όλο που «αυτός» έχει πολλούς, πλούσιους φίλους. Πολλούς. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να τηλεφωνεί με τόση μανία. Ψέματα. Έχω δει την Αθηνά όταν την απέλυσαν. Κοίτα τελικά που η κρίση ταυτίζει συμπεριφορές. Ή το χρήμα… Το έθαψα και αυτό.
Και αν όχι το έθαψα, επέλεξα να μην το σκεφτώ. Πόσα να σκεφτώ ακόμη; Είμαι η Μάνια, είμαι 27 ετών και δεν είμαι καλά. Είμαι σε μία δουλειά που σιχαίνομαι, έδωσα κατατακτήριες για την Αρχιτεκτονική, πέτυχα αλλά δεν μπορώ να το γευτώ. Τον ελεύθερο μου χρόνο είμαι και σερβιτόρα γιατί από την πρώτη μου δουλειά δεν πληρώνομαι κανονικά. Και… Και κάπως έτσι, ούτε καν απαθέστατα, θανατηφόρα περνάει η ζωή με μόνιμο κάτοικο το ραβασάκι της ΔΕΗ κάτω από τη πόρτα μου. Παράπονο δεν έχω. Πάντοτε με θυμάται.
Κανά δυο τέτοια ραβασάκια μετά, τα κλιματιστικά αρχίζουν πάλι να δουλεύουν ασταμάτητα.
Πόσες ξαπλώστρες έπιασες;
Καμιά δεκαριά, σήμερα θα έρθουν όλοι για μπάνιο.
Οκ. Έρχομαι. Γεια.
Κλείνω το κινητό στον Αντώνη και μπαίνω στο λεωφορείο .Έχω τόσα νεύρα. Τόσα όμως. Δίναμε ιστορία τέχνης, τελευταίο μάθημα εξεταστικής, και με αργοπορία ένα τέταρτο σκάει η Λουί Βιτόν στο αμφιθέατρο. Δεν δείχνει να την πειράζει που άργησε.
Κάθισε Κλέλια, ο κ. Ανάγνου.
Απάθεια, την έχουν δεχθεί βλέπεις στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό και αυτό είναι το τελευταίο της μάθημα. Είναι πολύ πεζή η όλη διαδικασία για αυτήν που κάθεται μπροστά μου. Και δεν γράφει τίποτε, τίποτε όμως.
Προσπάθησε λίγο Κλέλια, ο κ. Ανάγνου διακριτικά της ψιθυρίζει.
Και αυτό γιατί όταν όλοι δουν το δέκα δίπλα στο όνομα της, ξανά, κάπως πρέπει να το δικαιολογήσει ο κ. Ανάγνου. Καμία αλλαγή. Η ανιψιά του γνωστού βουλευτή μάλλον σκέφτεται την κρουαζιέρα στις Κυκλάδες από αύριο. Μόνο μια στιγμή κοιτάει πίσω για να με ρωτήσει κάτι, απλά σηκώνω το κεφάλι μου και νιώθω ότι παίζω σε βουβό κινηματογράφο. Τη Λουί Βιτόν να ανοιγοκλείνει το στόμα της, και τον κ. Ανάγνου ωρυόμενο να έρχεται καταπάνω μου με σηκωμένο το χέρι του έτοιμο για σφοδρή επίπληξη.
Κ. Πέττα, γιατί ενοχλείτε την Κλέλια και δεν την αφήνετε να συγκεντρωθεί;
Μα εγώ…
Αφήστε τα αυτά, όλοι οι φοιτητές είστε ίδιοι!
Μα δεν μίλησα καν, εκείνη γύρισε πίσω!
Σας παρακαλώ. Σας παρακαλώ πολύ. Συκοφαντείτε κιόλας; Δώστε μου την κόλλα σας!
Σε ένα λεπτό ακριβώς ήμουν έξω από την αίθουσα με μονογραμμένη κόλλα και «παγωτό». «Πλάκα μου κάνεις. Μου μονόγραψαν την κόλα για το τσόκαρο;» Θέλω να τα σπάσω όλα. Κοπανάω την έξω πόρτα του αμφιθεάτρου και τρέχω στη στάση βρίζοντας την τύχη μου.
(συνεχίζεται…)