Η είσοδος στο αεροπλάνο για το εξωτερικό λίγα χρόνια πριν αποτέλεσε για πολλούς από εμάς και το συμβολικό τέλος μίας περιόδου. Μιας εποχής με την δικιά της ιδιαίτερη σημειολογία. Ήταν ταυτόχρονα και ο αποχωρισμός από την πόλη στην οποία βιώσαμε την πρώιμη και ύστερη εφηβεία μας. Την πόλη που μας συνόδευσε στα μαθητικά αλλά και στα φοιτητικά μας χρόνια. Κάτω από τα φώτα της οποίας ερωτευτήκαμε για πρώτη φορά, χορέψαμε και τραγουδήσαμε με πάθος, ενθουσιαστήκαμε αλλά και απογοητευτήκαμε, γελάσαμε μα και κλάψαμε, αποθεώσαμε και απομυθοποιήσαμε. Στην πόλη τελικά που τα κάναμε όλα στο πολύ αλλά και που πάλι αυτό το πολύ μας φαίνονταν τόσο λίγο.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα για το ποιο είναι εκείνο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει αυτή τη πόλη τόσο εξωφρενικά θελκτική. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν ο ενικός της μνήμης και ο πληθυντικός των εικόνων. Με τον καιρό συνειδητοποίησα πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από το σύνολο των βιωμένων εμπειριών και από την συνακόλουθη τοποθέτησή τους στον τόπο και στον χρόνο. Τι είναι λοιπόν αυτή η πόλη;
Είναι το μέρος που νοηματοδοτήσαμε τους εαυτούς μας και προσπαθήσαμε να ερμηνεύσουμε τον κόσμο στην ριζική αμφισημία του. Οι φιλίες που άντεξαν και εκείνες που χάθηκαν. Οι συμφωνίες και οι διαφορές μας. Οι έρωτες που μας προσδιόρισαν. Οι άνθρωποι που μας άφησαν. Η βόλτα στο κέντρο, η κίνηση, οι πολλαπλές επιλογές, οι κυριακάτικες εφημερίδες, ο ήλιος, η νυχτερινή θέα από και προς τον Λυκαβηττό, η συνομιλία με το παρελθόν και η ακροβασία μεταξύ των αιώνων κάθε φορά που βρίσκεσαι στη Πλάκα και στο θησείο, τα ξαφνικά τηλέφωνα για εξορμήσεις στην θάλασσα, τα ανομολόγητα πάθη, οι τυχαίες συναντήσεις, τα παλαιά αλλά και τα νεότερα βιβλιοπωλεία, τα ωραία θέατρα, οι ενδιαφέρουσες μελωδίες και οι υπέροχες μουσικές.
Η πόλη των άλλοτε κατασκευασμένων ονείρων και των άλλοτε αυθεντικών ονειροπολήσεων. Εκείνη που κατά τη διάρκεια της κρίσης υπερέβη τον εαυτό της. Η κοινωνία της οποίας βρέθηκε πολύ πιο μπροστά από τις εξελίξεις αλλά και από όλους όσους επιμελώς την λοιδόρησαν. Που πέρασε με δραματικές σε πολλές περιπτώσεις θυσίες την δική της μετάβαση από τα παγωμένα, απορημένα και σαστισμένα βλέμματα του 09 στην λευκή νύχτα του 13. Μία μετάβαση που δεν υπονοεί πως τα προβλήματα λύθηκαν ως δια μαγείας – τουναντίον, η επίλυση των περισσοτέρων παραμένει ανεκπλήρωτη - αλλά συνηγορεί στο ότι με την αποφυγή της χρεοκοπίας εξασφαλιστικέ ένα ελάχιστο consensus, ικανό να πρωτοϋφάνει εμπιστοσύνη έπειτα από καιρό.
Στην πόλη που ο καταναλωτισμός, μετωνυμικό στοιχείο της δημοκρατίας και τις ελευθερίας στις δυτικές κοινωνίες, αυτοματαιώθηκε περιπλανώμενος στις κρύπτες του αναστοχασμού αλλάζοντας μορφές και εκλογικεύοντας συμπεριφορές. Στην πόλη που διαμορφώσαμε ταυτότητες, άλλες πανομοιότυπες και άλλες συγκρουσιακές, άλλες που μας ακολουθούν ως σήμερα και άλλες που έμειναν πίσω. Εκεί που για πρώτη φορά εκφράσαμε τα συλλογικά μας οράματα αλλά και που αντικρίσαμε τους μεγαλύτερούς μας φόβους, αποτέλεσμα ενός ακραίου παραλογισμού που μεταφράστηκε στον θάνατο τριών ατόμων. Ο λόγος φυσικά δεν είναι άλλος παρά για την Αθήνα, την μικρογραφία της Ελλάδας, μία πόλη που όταν δεν χάνεται στην αυτοαναφορικότητά της απεγκλωβίζεται από τα πιο δυσεπίλυτα μυστικοποιημένα αινίγματα προβάλλοντας ως ο δελεαστικότερος προορισμός.
Έκτοτε κάθε φορά που επιστρέφουμε ο ψυχισμός μας ανατροφοδοτείται από συναισθήματα ανάμεικτα. Το αφοπλιστικό αίσθημα ασφάλειας που σου χαρίζει ο γυρισμός στην κοιτίδα των αναμνήσεών σου και οι παράπλευρες συνδηλώσεις του, έρχεται σε αντίθεση με τον επικίνδυνο μιζεραμπιλισμό, την παρασιτική κατάθλιψη, τον στα όρια της παράνοιας ελληνοκεντρισμό, τον γνώριμο εθνικολαϊκισμό, τα διχαστικά δίπολα και τον απότοκο μικρόκοσμο μειοψηφιών που επιμένουν. Από τη μία ο ωμός ρεαλισμός αναφορικά με τις περισσότερες ευκαιρίες ευρέσεως εργασίας στο εξωτερικό, ο σεβασμός σε αυτό που κάνεις και σε αυτό που είσαι, η σοβαρότητα του κράτους και η εφαρμογή της αρχής του ίσος έναντι ίσων. Από την άλλη, το περίπου 28% της ανεργίας, μορφές μισαλλοδοξίας που ένεκα της κρίσης αυξήθηκαν ραγδαία, και μία αναξιοκρατία που σταδιακά και μόνο αρχίζει να αλλάζει. Συν τοις άλλοις, παρατηρείς πως δεν υπήρξε ένας ριζικός ανασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου (πιθανόν και να μην μπορούσε), ο ιδιωτικός τομέας δεν ενισχύθηκε τόσο για την διαφύλαξη του εαυτού του όσο και για να προσδώσει ευκαιρίες στους απολυμένους του δημοσίου, ο περιορισμός του τελευταίου υπήρξε αργός, ανοργάνωτος και κάποτε άδικος, με διάφορα αποπροσανατολιστικά μέσα και με αποφάσεις που πολλές φορές προξένησαν την εντύπωση πως ελήφθησαν την τελευταία στιγμή.
Και τότε σκέφτεσαι πως δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα της επιστροφής. Αφουγκράζεσαι πως το κρισιακό τοπίο θα διαρκέσει για χρόνια. Αναγνωρίζεις ότι η συγκυρία είναι ακατάλληλη. Χαίρεσαι για το ότι έφυγες και έγινες καλύτερος που ολοκληρώθηκες και είδες τα όρια σου που πιθανόν διέρρηξες την σχέση σου με την λεγόμενη Ελληνική εμπειρία.
Συγχρόνως διαισθάνεσαι όλο και περισσότερο τον κίνδυνο της ενδεχομενικότητας του να αντιλαμβάνεσαι την πόλη σου υπό ένα πρίσμα προστατευμένο, υπό τη φενάκη της απόστασης, ως ένα χαμένο παράδεισο με ελάχιστες αφαιρέσεις, ο οποίος ακριβώς λόγω της απώλειάς του μετουσιώθηκε στο φαντασιακό σου ως το ανυπέρβλητο Σημαίνον και τότε η ανησυχία της απομάγευσης με την οριστική επιστροφή σου σε διαπερνά.
Όμως σαν έναν περίεργο και απροσδιόριστο σχέδιο στο οποίο δεν αποσαφηνίζονται και δεν προσμετρούνται τα πάντα με πρακτικές κόστους οφέλους το συναίσθημα παραμένει αναλλοίωτο αποδομώντας όλες τις λογικές ακολουθίες. Σε ένα κόσμο που οι βεβαιότητες έχουν εκλείψει διατηρείς την προσωπική σου. Εκείνη που βουλησιαρχικά διατρανώνει πως στην πόλη αυτή αφήσαμε ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Ένα κομμάτι με το οποίο κάποια στιγμή θα ξαναβρεθούμε κάτω από αυτό που ο Χατζιδάκις αποκαλούσε ως έναν τρυφερό μα και αβάσταχτο ουρανό. Στην Αθήνα των συγκεραστικών της αντιθέσεων. Στην πόλη που οι αφηγήσεις αρχίζουν να επαναεπινοούνται.
Ο Πανταζής Σπύροςσπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι τελειόφοιτος της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου του Essex.