Ξημέρωσε στον Άλιμο μία μέρα σαν όλες τις άλλες. Έξω βροχή, δυσοίωνα σύννεφα, φασαρία αυτοκινήτων, καυσαέρια, κίνηση... μία κλασική Δευτέρα. Ο κόσμος πηγαίνει βιαστικά στις δουλειές του. Ήταν η τελευταία μέρα που εκείνος θα εργαζόταν. Το είχε αποφασίσει, ήταν αμετάπειστος. Εκείνη τη μέρα, στη μία το μεσημέρι θα έδινε τέλος στη ζωή του. Μάλιστα, για την αποφυγή δυσάρεστων τελετουργικών το είχε αποκαλύψει στους γείτονές του. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Οι γείτονες δεν μπήκαν καν στον κόπο να τον αποτρέψουν, να καλέσουν πρώτες βοήθειες, κάποιον συγγενή του. Αυτή η απραγία δεν πήγαζε από ηθικούς κανόνες που υπερασπίζονταν την ανθρώπινη βούληση, το δικαίωμα του καθένα να ζει όπως και όσο αυτός επιθυμεί, το δικαίωμα για μια αξιοπρεπή ζωή. Αυτή η απραγία προερχόταν από καθαρή αδιαφορία και παθητικότητα. Δεν αντιδρούσαν επειδή δεν τους ένοιαζε, δεν τους άγγιζε τίποτα έξω από τους ίδιους. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες..
Η ώρα πλησιάζει μια. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας όπου έμενε ο μελλοθάνατος κοίταζαν -διακριτικά πάντα- έξω από το παράθυρο, σαν να έβλεπαν τηλεόραση. Δεν τους άγγιζε περισσότερο. Ένας άντρας, υπεύθυνος για την καθαριότητα του δήμου, ενημερωμένος για το τι επρόκειτο να γίνει, περιμένει στη γωνία του δρόμου κοιτάζοντας την ώρα εκνευρισμένος λόγω της αγγαρείας που του ανέθεσαν. Οι δείκτες του ρολογιού σημαίνουν μία. Ο άντρας βγαίνει στο μπαλκόνι του έκτου ορόφου. Φοράει λευκό πουκάμισο και γραβάτα. Πιο ψύχραιμος από ποτέ, περπατάει προς το κενό, σκαρφαλώνει τα κάγκελα και βουτά. Το θέαμα τελείωσε, τα κεφάλια από τους κάτω ορόφους της πολυκατοικίας κρύφτηκαν. Ο καθαριστής πλησιάζει το πτώμα και, με μία κίνηση σπρώχνει το άψυχο κεφάλι στο φαράσι για να ξαναγίνει ο δρόμος όπως πριν. Ούτε θρήνοι, ούτε φωνές, ούτε καν κόσμος που να αναρωτιέται. Κυριαρχεί παγωμένη ησυχία. Ίσως και να απολαμβάνουν οι κάτοικοι της περιοχής το μεσημεριανό τους ύπνο. Ίσως και να έχουν επιστρέψει στις δουλειές τους. Όλα συνεχίζουν να κυλούν ομαλά. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες....
...Και ξάφνου ξύπνησα.
σχόλια