Είχα ρωτήσει τη γιαγιά γιατί την έβγαλαν Ανδρονίκη. Δεν μ' άρεσε ποτέ τ' όνομά μου, είπα λοιπόν μήπως υπάρχει καμιά ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από αυτό. Τζίφος, η γιαγιά μου απάντησε ότι το όνομα το διάλεξε η νονά της, επειδή έτσι έλεγαν την αδερφής της, και δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη οικογενειακή παράδοση ή ιστορία.
Μου πήρε χρόνια να καταλάβω και να εκτιμήσω το όνομα που φέρω. Η ιδιαίτερη ιστορία είναι η γιαγιά μου η ίδια. Μια γυναίκα αγράμματη, που μας έλεγε ότι ήταν καλή στις πρώτες τάξεις, μα ύστερα ήρθε η Κατοχή και δεν μπορούσε να πηγαίνει σχολείο. Την πίστευα γιατί ήταν πανέξυπνη.
Η γιαγιά μου λοιπόν όχι απλά έζησε την Κατοχή, αλλά μεγάλωσε έξι παιδιά -κι έχασε ένα έβδομο- μέσα στη φτώχεια, σ' ένα χωριουδάκι στο βουνό. Κι η ζωή της επεφύλασσε πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις μέχρι τέλους. Πόσα προβλήματα και αρρώστιες και καρκίνοι και θάνατοι. Κι όμως, η γιαγιά μου μπορούσε πάντα να χαμογελάει και να λέει αστεία. Μπορούσε πάντα να ελπίζει και να σχεδιάζει και να νοικοκυρεύει.
Ένας χρόνος πέρασε, και γιορτές δεν κατέβηκα στο νησί, μην και το καταλάβω. Έχω ακόμα τη ρίγανή της στο ντουλάπι, μόνο που δε βάζω πια ρίγανη στα φαγητά, μην και μου τελειώσει.
Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν λιτό, πιο λιτό δεν γίνεται, δεν ήθελε άχρηστα πράγματα, και, φυσικά, έλαμπε από καθαριότητα. Οι τοίχοι πάντα φρεσκοασβεστωμένοι. Ακόμα και στα τρόφιμα ήταν εκλεκτική η γιαγιά μου, ο καφές να είναι Λουμίδης, τα μακαρόνια ΑΒΕΖ, οι ντομάτες να μην είναι πολυγινωμένες, η μυζήθρα όσο ώριμη πρέπει, τα υπόλοιπα "πάρτε τα πίσω".
Μια χούφτα κάτοικοι στο χωριό. Η τηλεόραση και το τηλέφωνο συχνά δεν δουλεύουν, το χωριό δεν έχει ούτε καφενείο, το κινητό δεν πιάνει, λεωφορείο δεν φτάνει ως εκεί. Εκεί που έζησε η γιαγιά μου. Η ανοιχτόμυαλη γιαγιά μου με το οξύτατο πνεύμα.
Ούτε πλυντήριο είχε η γιαγιά μου για πολλά χρόνια. Έπλενε τα ρούχα στη λεκάνη, έξω στην ταράτσα, χειμώνα καλοκαίρι. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μυρωδάτα σεντόνια της. Καμιά φορά που δεν με παίρνει ο ύπνος φέρνω στο μυαλό μου αυτή τη μυρωδιά. Κι ύστερα έρχονται κι άλλες θύμησες, τα ξυπόλητα πόδια στο τσιμέντο, το λάστιχο στη βρύση, ο πλάτανος, η γιαγιά μου να τηγανίζει πατάτες. Η αγάπη της γιαγιάς στον αέρα που αναπνέαμε.
Η γιαγιά μου είχε πράσινα μάτια και καθαρό βλέμμα, ήρεμο. Ένας μικρός Βούδας.
Η γιαγιά μου το είχε καημό ότι θα πεθάνει και δεν θα προλάβει τους γάμους μας, και βγήκε αληθινή.
Όταν την αποχαιρέτησα ξέραμε κι οι δυο ότι ήταν η τελευταία φορά που βλεπόμαστε. Καρκίνος, πάλι εδώ. Πριν βγει η διάγνωση την είχε κάνει μόνη της. Τον ήξερε καλά. Πρόλαβα να της πω ότι την αγαπάω, στη μαμά μου δεν το είχα πει, αλλά πού να 'ξερα τότε από θάνατο. Μια βδομάδα μετά πέθανε. Εγώ ήμουν στο Λανθαρότε μόνη μου. Πήρα τους δρόμους κι έλεγα ξανά και ξανα "Η γιαγιά πέθανε, η γιαγιά πέθανε.." αλλά δεν μπορούσα να κλάψω, ούτε δάκρυ.
Ένας χρόνος πέρασε, και γιορτές δεν κατέβηκα στο νησί, μην και το καταλάβω. Έχω ακόμα τη ρίγανή της στο ντουλάπι, μόνο που δε βάζω πια ρίγανη στα φαγητά, μην και μου τελειώσει. Μόνο τη μυρίζω πότε πότε. Στο μισό να της είχα μοιάσει θα ήμουν τυχερή. Τουλάχιστον το όνομά μου έχει μια ιδιαίτερη ιστορία.
σχόλια