Δε συνέβη σε μια στιγμή ούτε πήρε καιρό. Είχες φροντίσει να μείνουν λίγα κάρβουνα για να μπορέσει να αναζωπυρωθεί η ανάμνηση. Στη δίπλα φωτιά καίγονταν τα προηγούμενα χρόνια. Γύρω από το τζάκι οι γνωστοί συγγενείς, η αγαπημένη σου σειρά με νέα –επιτέλους– επεισόδια, προ εικοσαετίας ονόματα της πίστας στα άλλα κανάλια, διαφημίσεις απειράριθμων και πάντα ήδη γνωστών talent και reality shows. Μόνο το Mega έλειπε στο ζάπινγκ, κι αυτό όχι για πολύ. Φώτα σβηστά, αντίστροφη μέτρηση, φθηνή σαμπάνια· και μετά έξω, «για το καλό»· με μουσική από 90's-00's κι ένα διάχυτο αίσθημα νοσταλγίας στην ατμόσφαιρα. Έτσι που αν κανείς ξυπνούσε από κώμα παραμονή Πρωτοχρονιάς του τρέχοντος έτους, θα αναφωνούσε μάλλον χωρίς δισταγμό: «Ευτυχισμένο το 2004».
Δεν είναι βέβαια μόνο η συγκεκριμένη μέρα. «Η νέα κατάσταση του ασθενούς κρίνεται θετική, δεν αφήνει ωστόσο περιθώρια για απότομους χειρισμούς», είπαν οι γιατροί· και συνέχισαν: «Συνίσταται η απόκρυψη της πραγματικότητας προς το παρόν, ώστε να αποφευχθεί το ισχυρό σοκ της συνειδητοποίησης». Δεν ήταν δύσκολο. Η καινούργια συνθήκη μπορούσε ευκολά να παραταθεί επ' αόριστον. Βοήθησαν σε αυτό τα ίδια τα γεγονότα: η ατζέντα ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης από την Κεραμέως δεν διέφερε πολύ από την αντίστοιχη της Γιαννάκου το 2006, έμενε μόλις ένα έτος για την επέτειο διακοσίων χρόνων από το 1821 με άρωμα «Ολυμπιακών», ενώ το κοινωνικό κοντράστ τής νέας κανονικότητας παρέμενε σε εξόφθαλμα υψηλά επίπεδα, παρά τις διαβεβαιώσεις των ειδικών για το αντίθετο.
Αρκούσε μία βόλτα στα γύρω στενά αλλά και στην ίδια την Τσιμισκή για να το αντιληφθείς. Κάτω από τα χιλιάδες λαμπιόνια τού Attica, στα στολισμένα με χάλκινα κέρματα χαρτόκουτα των αστέγων, ως την Αριστοτέλους που άλλαζε ο χρόνος. Τα Χριστούγεννα ανέκαθεν όξυναν τις αντιθέσεις σε όλο τον κόσμο, πόσο μάλλον στη συμπρωτεύουσα. Εξού και η επιλογή τής δημοτικής αρχής να οριοθετήσει με κιγκλιδώματα την επίμαχη μέρα, την ταξική γραμμή μεταξύ ανώνυμων και επωνύμων.
Οι παραπάνω ψηφίδες, ενδεικτικά κομμάτια ενός ευρύτερου παζλ, ενίσχυσαν τη χρονική σύγχυση του ασθενούς. Μοιάζει σα να ταυτίζονται με την προ κρίσης πραγματικότητα· αλλά και πάλι όχι απόλυτα, σαν κάτι να λείπει. Ίσως είναι καλύτερα που δεν μπορείς να θυμηθείς, ίσως η ανάγκη να τα ταίριαξε έτσι. Μικρά πράγματα μόνο δεν κολλάνε, οπότε τα ξεπερνάς. Εάν κέρδιζες το φλουρί για παράδειγμα στη δουλειά, ετοίμαζες βαλίτσες για ταξίδι· τώρα, το πολύ πολύ να μη δουλέψεις Κυριακή.
Η –έστω και νοητή– λοιπόν επιστροφή στις εποχές τής αθωότητας, η σύνδεση ξαναμαγειρεμένων συνταγών με όμορφες, λειασμένες από τον χρόνο αναμνήσεις, λειτούργησε ως αντίδοτο. Στο πολιτικό κενό μνήμης των τελευταίων χρόνων, βρήκε και ακούμπησε η νοσταλγία ως επιδημία πια, από την οποία φαίνεται να νοσεί όλη η χώρα.
Κι αν η μνήμη γυρνά στις εποχές τής άγνοιας (άρα και της ευτυχίας;) και μεγεθύνει επιλεκτικά τις μεθυσμένες εφηβικές της γωνιές, δίπλα είναι και εκείνα τα παιδιά, μεγαλωμένα χωρίς παιδική ηλικία, οι αναζητήσεις και οι προβληματισμοί μιας ολόκληρης γενιάς, τα χρόνια που λείπουν συνολικά ή μονομερώς από το νέο μνημονικό χάρτη. Το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν εξορίστηκε από τη ζωή, ενώ εκείνη μοιάζει να λειτουργεί σε ατέρμονους κύκλους, προϊόν μιας αρχετυπικής διαδικασίας που ανακυκλώνει εσαεί πανομοιότυπα μοτίβα, αδιαφορώντας ή/και χωνεύοντας στο τέλος τις όποιες αποκλίνουσες κραυγές για αλλαγή.
Κάθε γενιά, επιφορτισμένη με το βάρος να υπερβεί την προηγούμενη, γυρνά με εξωραϊσμένο βλέμμα σε παλιότερες εποχές. Η χώρα έχει και ιστορικό και παρόν αρχαιολατρίας. Αυτή τη φορά ωστόσο, η πολιτική αμνησία έγινε συνειδητή επιλογή και ταίριαξε ακριβώς σε αυτά που αντιμαχόταν. Σε αυτή την ανεξέλεγκτη τάση εξιδανίκευσης του παρελθόντος, νιώθεις μια διεστραμμένη απόλαυση στη θέα τής θριαμβευτικής επιστροφής όλων αυτών που πίστεψες πως θα συντριβούν, περιμένοντας ακίνητος στον καναπέ τη λύτρωση που μόνο ένα αχαλίνωτο ξέσπασμα μπορεί να προσφέρει. Αυτό δεν θα έρθει όμως· τουλάχιστον όχι ακόμα. Χωράνε κι άλλα ανείπωτα να συσσωρευθούν, κι άλλες ματαιώσεις, περισσότερη λήθη.
Γιατί πέρα από όλους τους κοινούς τόπους τού χθες με το σήμερα, αυτό που σκόπιμα συγκαλύπτεται στη νοσταλγία είναι ο φόβος. Ο φόβος πως η αλλαγή που διεκδίκησε τότε η χώρα, πέρασε από το τυποποιημένο «όλοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά κανείς δεν θέλει να αλλάξει τον εαυτό του» στο «να αλλάξει κάτι, για να μην αλλάξει τελικά τίποτα».
σχόλια