Επέστρεψα σήμερα στην Αθήνα. Είχα πάει στο νησί για λίγες μέρες για να καθαρίσω το μυαλό μου. Την είχα αφήσει χαράματα Σαββάτου, λίγες ώρες μετά την μεγάλη είδηση, εκεί όπου οι έμποροι έστηναν την αγορά. Ήταν ανήσυχοι, είχαν ακούσει τι έγινε αλλού, είχαν ανοίξει την τηλεόραση το βράδυ.
Τους είδα σήμερα, στο αεροδρόμιο, στο λεωφορείο, στο δρόμο, ψηλά στις πολυκατοικίες, εκεί στα γκρίζα παράθυρα, σ΄ αυτά τα ίδια παράθυρα που κάθε μέρα εκατομμύρια ψυχές αγναντεύουν τις ενοικιαζόμενες τους ζωές, τις ζωές, που τις περιορίσανε σε τσιμέντο και λίγο οξυγόνο για να μπορούν να χτίζουν κι άλλα παράθυρα, κι άλλα παράθυρα.
Τους είδα λοιπόν να περπατάνε δίχως να κινούνται, να μιλάνε δίχως να ακούγονται, να κοιτάζουν δίχως να αναπνέουν, να καίγονται δίχως να φωνάζουν, τους είδα να κλαίνε!
Δίχως να κλαίω.
Είδα την πόλη των νεκρών.
Είδα την Πανδώρα να ανοίγει το κουτί της περιμένοντας να δραπετεύσει το τελευταίο δεινό της ανθρωπότητας, την είδα να κοντοστέκει βουρκωμένη. Έκλεισε το κουτί, το πέταξε στο Αιγαίο και έπεσε να πεθάνει μαζί του.
Είδα την Αθηνά να κόβει το τελευταίο ελαιόδεντρο με τσεκούρι και να καίγεται μαζί του.
Είδα τον Οδυσσέα να τρυπάει το καράβι του και να βυθίζεται μαζί του.
Είδα όλους τους παλιούς να φεύγουν με μάτια πετρωμένα.
Σε είδα και σένα, να γυρίζεις να μου λες «θα φύγω». Θα πάω σε άλλα μέρη, σε άλλη γη, θα πάω σε άλλο χώμα.
Βλέπω την πόλη που χτίσανε τα νιάτα μας. Μια σκουριασμένη πόρτα, κάμποσες κεραίες για να τεντώνουν συνειδήσεις και ακούω το βουητό της Αθήνάς. Το τελευταίο της. Ο τελευταίος θρήνος.
Και πέρασαν από τα μάτια μου οι θείοι μου, οι παππούδες μου, τα ξαδέλφια μου που τα γέννησε η ξενιτιά και δεν τα γνώρισα ποτέ, και είδα ακόμα τον πατέρα και τη μάνα μου, που ακόμα κι αν δεν έφυγαν ποτέ, ζούσαν στην ξενιτιά, που ξυπνούσαν κάθε μέρα με τη φλόγα στα μάτια και κάθε απόγευμα μετά το 8ωρο έρχονταν σπίτι για το άλλο, με παγωμένο βλέμμα επειδή τους έτρωγε η ξενιτιά του συστήματος.
Και είδα τους ξενιτεμένους να έρχονται με την πατρίδα στα χέρια.
Και τότε είδα.
Είδα την ξενιτιά να με περιβάλλει. Είδα την ξενιτιά να με γεννάει.
Είδα το μπετόν να γίνεται το πέτρινο όνειρο. Ένοιωσα την πικρή γεύση της διαύγειας.
Είδα την ελπίδα να πνίγεται.
Και έκλαψα. Αχ, πόσο έκλαψα. Έκλαψα που σε είδα να φεύγεις με την Ελλάδα στο χέρι, έκλαψα που σε είδα να φεύγεις Έλληνας και με είδα να μένω ξένος στην Ελλάδα, έκλαψα που την είδα να φεύγει όπως έφυγε η παλιά της δόξα, έκλαψα που δεν ήξερα που να ψάξω να την βρω, μα πιο πολύ έκλαψα που είδα κατατρεγμένους να με προσπερνούν και να κουβαλάνε την πατρίδα στη καρδιά, και η δικιά μου ήταν άδεια.
Και κοιτάζω έξω από το γκρίζο μου παράθυρο.
Βλέπω την πόλη που χτίσανε τα νιάτα μας. Μια σκουριασμένη πόρτα, κάμποσες κεραίες για να τεντώνουν συνειδήσεις και ακούω το βουητό της Αθήνάς. Το τελευταίο της.
Ο τελευταίος θρήνος.
Σε λίγο θα κατηφορίζει την Ακρόπολη, θα χαιρετίσει τα κορίτσια στο Ερέχθειο, θα θρηνήσει την χαμένη αδελφή τους, θα μονολογήσει αρχαία τραγωδία στο Ηρώδειο, θα περάσει από τον ναό του πατέρα της να κλάψει στα ερείπια, και θα ανέβει στην Πνύκα. Θα διαλύσει την Εκκλησία του Δήμου.
Θα αγναντέψει το λεκανοπέδιο και θα χαμογελάσει. Και τότε θα φύγει. Έτσι απλά...θα φύγει.
Και γω, έτσι όπως θα αγναντεύω από την Πνύκα θα χαμογελάσω βλέποντας σε να φεύγεις, και τότε θα αρχίσω έτσι όπως είμαι να σβήνω με το χέρι πολυκατοικίες, τσιμέντα, ανθρώπους και κεραίες.
Και δεν θα κλάψω ποτέ ξανά.
σχόλια