Ήταν μαυρισμένη με εφηβικές καμπύλες.
Στο έξω πλάγιο μέρος του δείκτη της, είχε χαραγμένη τη λέξη virgin και χάιδευε με αυτόν τα χείλη της, όταν την επόπτευαν.
Φλέρταρε κοιτώντας κάτω, αφού προηγουμένως έγερνε ελαφρά το κεφάλι της πλάγια. Παράλληλα χαμογελούσε ένοχα και τότε γιόρταζαν όλα τα χρώματα.
Τα μάτια της ήταν γεμάτα με τον σκονισμένο απογευματινό ήλιο της Κάτω Ιταλίας.
Της άρεσαν τα σπαγγέτι, η βυσσινάδα, το σοκολατούχο γάλα, τα μπλε τριαντάφυλλα και το απροσχεδίαστο σεξ.
Η Ροζ, ήταν κόρη ενός πρόωρα χαμένου ποδοσφαιριστή, από την Καλαβρία, ο οποίος είχε γράψει χρυσές αλλά και ολόμαυρες σελίδες παίζοντας με την ομάδα του χωριού.
Μετά τον χαμό του, η πορτορικάνα μάνα της, είχε καταφέρει, με τη συμπαράσταση της ομάδας αλλά και της τοπικής κοινωνίας, να ανοίξει ένα βενζινάδικο, για να ζήσει τις κόρες της.
Η αγάπη για Εκείνον, πουαναλήφθηκε πρόωρα στους ουρανούς, την έκανε αιρετική με το άθλημα, το οποίο απολάμβανε, μόνο όταν συμμετείχε από αρένας, αλλά πότε σαν θεατής από το χαζό κουτί ή την οχλοκρατούμενη κερκίδα.
Δεν συνάντησα ποτέ ξανά γυναίκα που μπορούσε να χαϊδέψει το τόπι με τη δική της χάρη.
Κάποιοι με αμφισβητούν. Είναι η νοσταλγία μου που έχει αναπλάσει μια γυναίκα εξωπραγματική, τόσο για τους κανόνες της ζωής, όσο και για αυτούς της μπάλας, λένε. Άλλωστε ποτέ κανείς δεν είδε γυναίκα να κλωτσάει με χάρη.
Εγώ θα σας πω όσα θυμάμαι. Δεν με αφορά το τι θα πιστέψετε.
Ενώ συνήθως ήταν αμακιγιάριστη, όταν ήταν να παίξει μπάλα, που λέτε, απαιτούσε πάντοτε παράταση χρόνου, για να ετοιμαστεί. Βαφόταν όσο πιο έντονα μπορούσε. Ήθελε να εκπροσωπεί το φύλο της. Έτσι δεν κάνουνε άλλωστε παίκτες και οπαδοί; Φοράνε τα διακριτικά της φυλής τους.
Ήθελε να είναι γυναίκα και όχι ένας από εμάς. Οι ομάδες μπορεί να άλλαζαν κάθε μέρα, στην πραγματικότητα όμως έμεναν πάντοτε ίδιες. Εμείς και Εκείνη.
Όταν το ματς ξεκινούσε, οι παρυφές της αλάνας γέμιζαν με πλαστικές καρέκλες, άπαντες παρακολουθούσαν με ηδονοβλεπτική ησυχία μια αγέλη από άγουρους πρίγκιπες να διεκδικούν μια εκκολαπτόμενη Αφροδίτη. Ήταν μια ιδιάζουσα αθλητική μυσταγωγία, με έντονα στοιχεία ραψωδίας και νεορεαλιστικού μελοδράματος.
Όταν έτρεχε έδειχνε να μην προσπαθεί, όταν την μάρκαρες επίμονα, σε χτυπούσε ύπουλα και πάντα δυνατά, όταν σε καταδίωκε ένιωθες το ανάστημα σου να λιγοστεύει, όταν διαχειριζόταν το παιχνίδι και οριοθετούσε τους χώρους της, το έκανε υπεροπτικά. Ο τρόπος με τον οποίο ελισσόταν ανάμεσα σε συμπαίκτες και αντιπάλους θύμιζε σκηνές μάχης από την Ιλιάδα.
Στην κίνησή της, είχε ανεξίτηλα χαραχτεί, η χάρη μιας παιδίσκης μπαλαρίνας που είχε υπάρξει και πολύ από το ένστικτο του αιλουροειδούς που ποτέ δεν έπαψε να είναι. Τα αποτυπώματα άλλωστε που άφηναν τα παπούτσια της στο χώμα, στο χορτάρι, στα αστέρια αλλά και κάτω από τους ίσκιους που παίζαμε, έμοιαζαν με νωπά χνάρια λέαινας.
Θα αναρωτιόσαστε πως δεν τραυματιζόταν. Συνέβαινε και αυτό.
Τις φορές εκείνες, που πάνω στην ένταση του παιχνιδιού, κάποιος φερόταν με περισσότερη αναίδεια από όση επιτρεπόταν σε ένα γυναικείο σώμα, την έριχνε κάτω, όλοι νιώθαμε αμήχανα, τόσο για την αμετροεπή συμπεριφορά του θύτη, όσο και για την υπαινικτική σεξουαλικότητα που ανέδυε το έκπτωτο σώμα του θύματος.
Στις πιο βίαιες από αυτές τις πτώσεις, στο σημείο σχηματιζόταν μια αχνή ροζ απόχρωση.
Δεν διαμαρτυρόταν ποτέ.
Απέφευγε και να ξεσκονιστεί.
Ήθελε έτσι να γεμίσει με τύψεις τον παραβάτη υποδεικνύοντάς του με τη γλώσσα του σώματος, τι δεν έπρεπε να ξανακάνει.
Εκείνη, στην επόμενη κιόλας φάση φρόντιζε να ξεφτιλίσει τον άτσαλο θωπευτή της, αν και εδώ που τα λέμε, το να δέχεσαι γκολ, φάουλ ή ντρίπλα από μια γυναίκα σαν αυτή, διεγείρει με τον πιο ακίνδυνο, ως προς την αυτοπεποίθηση τρόπο, τα μαζοχιστικά απωθημένα κάθε άντρα.
Όταν κάναμε διάλειμμα, λάμβανε χώρα μια ολιγόλεπτη ιερή ανακωχή. Έπινε νερό από ένα πλαστικό μπουκάλι, δάγκωνε το στόμιο και χαμογελούσε, για να κρύψει πως είχε λαχανιάσει για αέρα.
Οι φλέβες του λαιμού της, κατεύθυναν προς τους ώμους, τις σταγόνες του ιδρώτα της και εμείς σωριαζόμασταν κλείνοντας τα μάτια πεθαμένοι από πόθο.
Το αποχαιρετιστήριο βάδισμά της, είχε τη νωχέλεια ενός νέο-ορλεάνικου μπλουζ και απέπνεε την εξαντλητική αίσθηση της μεταμεσονύκτιας θάλασσας. Από τον τρόπο με τον οποίο ξεμάκραινε μπορούσες να καταλάβεις ότι είχε αφουγκραστεί τον βαθύ λυγμό του ποδοσφαίρου. Άλλωστε και αυτό ένας μοναχικός χορός είναι, στον οποίο όλοι επιδιώκουν το ίδιο φροϋδικό τέλος.
Τα highlights όμως έπονταν του κάθε αγώνα.
Όλοι είχαμε να θυμόμαστε τις στιγμές κατά τις οποίες ο ήλιος έδυε και εκείνη λουζόταν στη βρύση του πρατηρίου, κάτω από τα φυλλώματα μιας συκιάς.
Εμείς την σχολιάζαμε από τις απέναντι κούνιες.
Και ήταν πάντοτε γυμνόστηθη, ανάμεσα σε εμάς και τον ήλιο αλλά πάνω στη Γη, μια μπάλα και αυτή σε τροχιά δίχως έλεος, από σουτ δίχως νόημα.
Όλα μάλλον τα έκανε για να δείχνει στον πατέρα της πως δεν θα έπρεπε να ανησυχεί για εκείνη. Μπορούσε να τα βγάλει πέρα τόσο στην αρένα της ζωής, όσο και του έρωτα.
Να ξεπλενόταν άραγε ή να έκλαιγε;
Μέσα στις λίμνες που σχημάτιζαν τα νερά, ήταν ένα τεράστιο ροζ φλαμίνγκο.
Οι στιγμές εκείνες είχαν επίγευση Ντο μείζωνα και στιγμάτισαν τους περισσότερους από εμάς, για πάντα.
Οι στάλες κυλούσαν από τα μαλλιά της, στην μέση της και εγκλωβίζονταν σαν υγρασία στο πορτοκαλί μαγιό που φορούσε για εσώρουχο. Όσο πιο πολύ βρεχόταν, τόσο πιο σκούρο το φανταζόσουν. Όταν δε, διόρθωνε το ύφασμα, ήσουν υποχρεωμένος να παραδοθείς.
Όσοι επιβίωναν από αυτή τη δοκιμασία, σκέφτονταν το ταξίδι του νερού να καταλήγει στα πασπαλισμένα με άμμο τα δάκτυλα των ποδιών της.
Σε πολλές από αυτές επεφύλασσε αποθεωτικό τέλος. Έτεινε το πόδι της δείχνοντας το άπειρο και εκείνες απογειώνονταν, όπως και εμείς μαζί τους.
Από το σώμα της πήγαζε η ποίησή του φευγαλέου, ζωώδους πόθου. Η Ροζ επέβαλε στον έρωτα το σώμα της, φτιαγμένο μόνο από λέξεις και περιγραφές για όσους δεν την γνωρίσατε.
Ήταν τα καλοκαιρία του 1992 και 1993 και θα έφευγε σε λίγο μαζί με τα χελιδόνια.Ήταν έτοιμη πια για έρωτα και θάνατο.
Ο απόηχός της, εκπρόθεσμος πια, έχει τη θλίψη ενός Σολ με υφέσεις και αλλοιώσεις και την απόχρωση του πιο ξεδιάντροπου και φθαρμένου κόκκινου...
του ροζ.