Ο Αλκιβιάδης ήταν ο παππούς μου! Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, πολύ σικ, με πολλά διαβάσματα και μεγάλη μόρφωση. Ήταν άνθρωπος μοναχικός. Από παιδί του άρεσε να μελετάει πάντα κλεισμένος στο δωμάτιό του. Ήθελε επίσης να διδάσκει. Πέτυχε στο πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Πέρασε αξέχαστα φοιτητικά χρόνια στην συμπρωτεύουσα, με παρέες, τσιπουράκια στα λαδάδικα της εποχής, με γλέντια, έρωτες και όλα όσα γενικά ονειρεύεται ένας νέος. Του άρεσαν επίσης τα ταξίδια και είχε κάνει πολλά. Οι γονείς του δεν λυπήθηκαν ποτέ τα λεφτά για να έχει ο μοναχογιός τους μια γεμάτη ζωή. Το καμάρι τους! Ακόμα και ταξίδια στο εξωτερικό τον είχαν βοηθήσει να κάνει. Τι Ελβετία, τι Ιταλία, τι Κωνσταντινούπολη, τι Βιέννη ! Και πού δεν πήγε! Γεννήθηκε σε μια μικρή επαρχία, την οποία ποτέ δεν θέλησε να εγκαταλείψει. Το είχε υποσχεθεί εξάλλου στη μητέρα του. Εκεί θα γύριζε, στο πατρικό του. Εκεί θα έμενε και θα έκανε οικογένεια. Μέχρι εκείνη την ώρα όμως θα έκανε τη ζωή του. Θα καλοπέρναγε και χορτάτος, με πολλές εμπειρίες και ορίζοντες ανοιχτούς θα επιδίωκε να διοριστεί κάπου κοντά στο πατρικό του.
Όταν επέστεψε στο χωριό, γύρω στα 40, ψηλός, ξανθός, όμορφος άνδρας παλικάρι τον καλόβλεπαν όλες οι νύφες του χωριού. Εκείνος πήρε γυναίκα από τον τόπο του, κατά τις οδηγίες της μητέρας του της συγχωρεμένης. Του έλεγε πάντα η κυρά Φρόσω: «Η γυναίκα σου να είναι όμορφη, λίγο χαζή και από τον τόπο σου. Να σε ξέρει, να αντέχει τα χούγια σου. Άκουσέ με!»
'Έτσι και έκανε. Ερωτεύτηκε μια πολύ νεώτερή του γυναίκα, τη Γιαννούλα, που δεν είχε καλά καλά τελειώσει το σχολείο. 'Ήταν πανέμορφη! Κοντούλα, ξανθή κι αυτή, με πλούσια μαλλιά που τα έπλεκε μακριά κοτσίδα, σαν την Ραπουνζέλ. Αυτό ήθελε κι εκείνη, έναν πρίγκιπα να τη σώσει βγάζοντάς τη από τη δυστυχία της. Η Γιαννούλα τον ερωτεύτηκε και τον θαύμαζε. Θεωρούσε τον εαυτό της πολύ τυχερό. Ορφανή, καθώς ήταν έπρεπε να κάνει δουλειές από εδώ και από εκεί για να ζήσει. Ξενόπλενε, πρόσεχε κάτι παιδάκια, έκανε μικρά θελήματα. Τώρα όμως θα γινόταν πια σύζυγος καθηγητή και αργότερα διευθυντή σχολείου. Θα συναναστρεφόταν τους άλλους καθηγητές, τον Δήμαρχο, τον Διοικητή της αστυνομίας, τον γιατρό, τον δικαστή και τον ιερέα βέβαια, τον παπά Χαράλαμπο που ούτως ή άλλως τον συναναστρεφόταν, γιατί πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και εξομολογούνταν. Γι΄αυτό και η Παναγία την βοήθησε και βρήκε αυτόν τον χρυσό και μορφωμένο άνθρωπο. Στηρίχτηκε πάνω του. Όλες τις εξωτερικές δουλειές τις είχε αναλάβει εκείνος. Αυτή, ασχολούνταν με τα οικιακά και δεν ήταν και λίγα αυτά. Το σπίτι ήταν μεγάλο, παραδοσιακό ενώ παράλληλα ασχολούνταν με την ανατροφή των παιδιών και βέβαια με το κήπο με τα εσπεριδοειδή και το μποστάνι του. Αυτά ήταν η δική της δουλειά.
Ο Αλκιβιάδης είχε τη δουλειά στο σχολείο και ατελείωτο διάβασμα καθώς παρέμενε βιβλιοφάγος. Του άρεσε να γράφει και στην τοπική εφημερίδα μιας και ασχολούνταν και με τα πολιτικά. Τα απογεύματα κλείνονταν στο γραφείο του και άκουγε απερίσπαστος κλασσική μουσική. Τις ώρες που ο Αλκιβιάδης ήταν στο γραφείο δεν τον ενοχλούσε κανείς. Δούλευε, σκεφτόταν και απολάμβανε τη μουσική του. Ήταν οι ώρες της περισυλλογής του, τις οποίες περνούσε ατάραχος. Ήταν λάτρης της όπερας. Είχε δίσκους με όλες τις αγαπημένες του όπερες και τις εκτελέσεις που προτιμούσε. Άκουγε σταθερά Τρίτο Πρόγραμμα από ένα μικρό ραδιοφωνάκι που τον συνόδευε ακόμα και δίπλα στο προσκεφάλι του. Ήταν μέλος της «Λέσχης του Δίσκου» για να ενημερώνεται τακτικά. Έτσι έκανε παραγγελίες των δίσκων που ήθελε όταν ο ίδιος δεν είχε χρόνο να κατέβει στην Αθήνα. Στο δωμάτιο αυτό, στο γραφείο του, έμπαιναν μόνο δυο θηλυκά. Όχι βέβαια οι κόρες του, ούτε η γυναίκα του με καμιά φίλη της. Έμπαινε εκείνος με τις δυο γάτες του. Δυο γάτες που είχε υπό την προστασία του και που μόνο αυτός φρόντιζε. 'Ήταν δυο υπέροχες γκρι γάτες, με μακρύ, λαμπερό τρίχωμα και οι δυο και με υπέροχα μάτια. Ειδικά η μια είχε μάτια αισθαντικά. Η Λούσυ είχε το ένα μάτι γαλάζιο και το άλλο πράσινο, ενώ η άλλη, η Τερέζα, είχε μεγάλα μάτια σκούρα και εκφραστικά. Τις λάτρευε. Μόνο εκείνος τις χάιδευε. Είχε απαγορεύσει στα κορίτσια, στις κόρες του, να τις αγγίζουν γιατί καθώς τους έλεγε οι γάτες μπορεί να μεταφέρουν αρρώστιες επειδή γύρναγαν και έξω. Αλλά ο πραγματικός λόγος δεν ήταν αυτός. Οι γάτες ήταν τα δυο δικά του θηλυκά. Αυτός τις τάιζε και τις περιποιούνταν και εκείνες του το ανταπέδιδαν με αφοσίωση, άπειρα χάδια και φιλιά.
Το βράδυ κοιμόντουσαν στο γραφείο του σε μια ζεστή γωνιά, που είχε φτιάξει ειδικά για εκείνες, με ωραίες φλοκωτές κουβέρτες. Εκεί μέσα έμοιαζαν με ντίβες σε πολυτελή κλίνη. Φόραγαν από ένα ωραίο λευκό λουράκι με καμπανάκι για να τις ακούει όπου και να βρίσκονταν. Δεν απομακρύνονταν όμως. Το πολύ μέσα στον κήπο, και έπαιζαν και στο μποστάνι της Γιαννούλας. Γκρίνιαζε εκείνη για τις μικροζημιές, αλλά ποτέ, μα ποτέ δεν τις μάλωσε ο Αλκιβιάδης. Με το που τις καλούσε, παρουσιάζονταν ευθύς σαν στρατιώτες. Με το που τον μυρίζονταν εξάλλου έρχονταν να τριφτούν στα πόδια του και να ζητιανέψουν τα χάδια του.
Τερέζα το όνομα της μιας. Ήταν εμπνευσμένο από την Τερέζα Σάντας την σταρ του λυρικού θεάτρου, που σφράγισε το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ήταν για εκείνον και για πάρα πολλούς άλλους η"ιδανική Μιμή" στην Μποέμ του Πουτσίνι και η "απόλυτη Βιολέτα" στην Τραβιάτα του Βέρντι. Αγαπημένες όπερες του παππού μαζί με τη "Νόρμα" του Μπελλίνι από την Μαρία Κάλλας. Πέρα από το γεγονός ότι ήταν πανέμορφη κρητικοπούλα η ελληνοκαναδέζα Αναστασία Στρατάκη, που έγινε γνωστή στον Καναδά και στην Αμερική ως Τερέζα Σάντας με τη μοναδική της ερμηνεία, είχε και έντονη φιλανθρωπική δράση και αυτός ήταν ένας παραπάνω λόγος που τη θαύμαζε ο παππούς μου. Εγώ νομίζω ότι βαθιά μέσα του την αγαπούσε. Ο παππούς θεωρούσε ότι έσωσε τη γιαγιά από την απόλυτη φτώχεια και τη βοήθησε να ανέλθει κοινωνικά, δίνοντάς της και τον υπέρτατο ρόλο για μια γυναίκα, αυτόν της μητέρας. Ο γάμος μαζί της ήταν μια αγαθοεργία και τιμή στην μνήμη της συγχωρεμένης της μανούλας του. Η γάτα του η Τερέζα είχε τα καταπληκτικά μάτια της Σάντας ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε αυτός. Σε κοίταζε κατευθείαν στα μάτια και νόμιζες ότι σου μιλούσε. Ήταν μεγάλα σκούρα μάτια, που στο κεφάλι αυτής της πανέμορφης γατούλας ήταν το κυρίαρχο στοιχείο. 'Έγραφε ο παππούς και η Τερέζα δίπλα του, πάνω στο γραφείο του φίλαγε το αυτί και γουργούριζε. Αυτό και μόνο πρέπει να ήταν έμπνευση και δύναμη για τον παππού μου.
Το όνομα της άλλης, της Λούση ήταν εμπνευσμένο από τη Λουσίλ Ντεζιρέ Μπολ, τη Λούση Μπολ, αυτή τη σπιρτόζα κωμική αμερικανίδα ηθοποιό, που ήταν πολύ επιτυχημένη, μια από τις πλέον δημοφιλείς ηθοποιούς με τη μακροβιότερη καριέρα. Ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα και με μεγάλη επιρροή στην Αμερική μέχρι το τέλος της ζωής της. Του άρεσε να μας λέει ότι η Λούση ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε διευθύντρια σε ένα μεγάλο τηλεοπτικό στούντιο, το οποίο παρήγαγε πολλές επιτυχημένες και δημοφιλείς σειρές. Έτσι φώναζε λοιπόν με το όνομα αυτό την άλλη του γατούλα, που ήταν τσαχπίνα και σκανδαλιάρα.
Του άρεσε να διηγείται τις ιστορίες των γατιών του. Πώς από μικρά τα είχε βρει σε άθλια κατάσταση και τα περιποιήθηκε, μέχρι που κατάφερε να αναδείξει την πραγματική τους ομορφιά. «Αυτό είναι το μήνυμα!» μας έλεγε. «Αυτό θα πρέπει να κάνετε πάντα στη ζωή σας, στον εαυτό σας και στους γύρω σας! Να αποκαλύπτετε την ομορφιά!».
Τώρα μετά από χρόνια αναρωτιέμαι γιατί να θαυμάζει αυτές τις γυναίκες ο παππούς, και γιατί να έχει δώσει το ονόματά τους στα γατιά του. Αν κρίνω από τα αποκόμματα των περιοδικών και εφημερίδων που ανακαλύψαμε μετά το θάνατό του στο γραφείο πρέπει να ήταν πλατωνικά ερωτευμένος και με τις δυο. Περίπου συνομήλικές του, επιτυχημένες, αντιπροσώπευαν για τον παππού την εικόνα της ιδανικής γυναίκας και μάλιστα όχι η καθεμία ξεχωριστά, αλλά και οι δυο μαζί σε ένα ιδανικό φανταστικό πρόσωπο. Δε θα μπορούσε να απατήσει ποτέ τη γιαγιά, εξάλλου την αγαπούσε και ήταν μέρος της αποστολής του, όμως έκανε σκέψεις ακούγοντας τη Μιμή από τους Μποέμ ή βλέποντας τη Βιολέτα να πεθαίνει στην Τραβιάτα. Χαμογελούσε μου είπαν όταν έβλεπε εκείνη τη σειρά με τη Λούσυ Μπολ στην τηλεόραση. Όλα αυτά αποτελούσαν μια ανάμνηση της έξαλλης φοιτητικής του ζωής, μεγεθυμένη σε μιαν άπιαστη πια για αυτόν κλίμακα, μιας και ποτέ δεν θα μπορούσε να κάνει τη ζωή τους, ή να τις γνωρίσει, αφού εξαρχής έπρεπε να γυρίσει στο τόπο του και να πάρει γυναίκα από εκεί. Η γιαγιά μου ήταν αυτό που λέμε «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο» μόνο που η γιαγιά δεν ήταν «παπούτσι μπαλωμένο», ήταν όμως μια απλή γυναίκα, φτωχή, ομορφούλα του χωριού, νοικοκυρά και καλή μητέρα. Το ιδανικό για έναν άντρα της εποχής του παππού, όχι όμως με τις δικές του μάλλον καταπιεσμένες φιλοδοξίες.
'Έζησαν πολλά χρόνια οι γάτες μαζί με τον παππού και μελαγχόλησαν όταν εκείνος αρρώστησε και έπρεπε να νοσηλευτεί στην πόλη. Για ένα διάστημα το σπίτι έμεινε έρημο, επειδή όλη η οικογένεια τον ακολούθησε στην πόλη. Η γιαγιά πάντα δίπλα στο προσκεφάλι του, πιστός φρουρός και νοσοκόμα του. Οι δυο ντίβες του έμειναν μόνες τους και μάλλον ατάιστες. Όταν επέστρεψε ο παππούς και τις είδε τις πριγκίπισσές του εντελώς παραμελημένες κόντεψε να πεθάνει από τη στενοχώρια. Είχε καρκίνο και θα πέθαινε, τις φρόντιζε όμως ανελλιπώς. Εκείνες κοιμόνταν δίπλα του. Με το που τον άκουγαν να βάζει τις μπότες του αμέσως τον ακολουθούσαν. Όταν μετά από τρία χρόνια εκείνος πέθανε, τον ακολούθησαν και αυτές. Αρχικά η Τερέζα ως Μιμή των Μποέμ πέθανε γιατί ο Ροδόλφος της, παππούς μου, αφού πέθανε πριν από εκείνη δεν μπόρεσε αυτή τη φορά να τη σώσει από την απόλυτη φτώχεια μέσα στην οποία ζούσε. Αλλά και ως Βιολέτα ξεψύχησε μακριά από την αγκαλιά του αγαπημένου της Αλφρέντο, αφού αυτός είχε προηγηθεί στο θάνατο. Έτσι εγκατέλειψε η Τερέζα και ακoλούθησε η Λούση μετά από λίγο, αφού δεν έβλεπε το λόγο να έχει εκείνο το αστραφτερό χαμόγελο και τα λαμπερά μάτια εφόσον δεν θα τα κοίταζε πια εκείνος. Επιθυμία του να τον συνοδεύσουν και στο τελικό του γραφείο, εκεί που θα μπορούσε να βρίσκονται συνέχεια πια μαζί του. Του έδωσαν ρόλους, έζησε πολλές παράλληλες ζωές τη δική του με τα γατιά του, μια άλλη φανταστική δίπλα στη Σάντας, μαζί της έγινε ο Ροδόλφος, φοιτητής, και ο Αλφρέντο, πήρε το ρόλο του συμπρωταγωνιστή, αλλά ταυτίστηκε και με το ρόλο. Έγινε ο σύζυγος της Λουσίλ Μπολ και φαντασιωνόταν μια κοσμική ζωή μέσα σε στούντιο και κανάλια ισορροπώντας έτσι τη χωρίς συγκινήσεις ζωή του σε μια μικρή επαρχία, αυτός που ένιωθε φτιαγμένος για μιαν άλλη ζωή. Τώρα όλοι βρίσκονται κάπου μαζί και απολαμβάνουν την κοινή τους τύχη.