Η ζωή μας μια παράνομη κασέτα

Η ζωή μας μια παράνομη κασέτα Facebook Twitter
0

Ημερολογιακό έτος: 1978. Δεν πα να μας χτυπάν. Ήταν το πρώτο τραγούδι της πλευράς Β της κασέτας Νο 000001 «Με το βαρέλι που για να βγει το σπάει». Του Νικόλα Άσιμου, φυσικά.

«Δεν πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια».

Γροθιά στο στομάχι.

Κοντεύουν 40 καλοκαίρια από τότε. Αν εξαιρέσουμε την αθωότητα πίσω από την προώθηση των αναρχικών ιδανικών και συμβόλων-γιατί, πια, και ιδίως στα Εξάρχεια, η αναρχία μόνο αθώα και όμορφα δεν εκφράζεται- θα λέγαμε ότι το τραγούδι γράφτηκε προχτές. Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε, μάλιστα, ότι το παίζει κάποιος συμπαθής νεαρός στο YouTube.

Αθήνα, 2016. Ας πούμε Ελλάδα 2016, αλλά εγώ για την Αθήνα ξέρω καλύτερα να μιλήσω. (Επιτέλους, ας αρχίσει να μας γίνεται συνήθεια το να ανοίγουμε το στόμα και το καπάκι του στιλό μας για να τοποθετηθούμε επί ζητημάτων που γνωρίζουμε,έστω υποτυπωδώς.)

 

Στους δρόμους, μεταξύ αγέλαστων μεσηλίκων, περπατούν αφυδατωμένοι μετέφηβοι με καφέ στο ένα χέρι και στριφτό τσιγάρο στο άλλο, με απλήρωτους λογαριασμούς στο σπίτι και λίγες μονάδες στο κινητό, ανήμποροι μες στην αδιαμφισβήτητη τύχη τους να κατοικούν στη Δύση, και δη στο κομμάτι της εκείνο που προσωρινά παραμένει αλώβητο από τρομοκρατικά χτυπήματα «θρησκευτικής» φύσεως.

Στα δεξιά τους, μια αφίσα με μια καταγάλανη παραλία και μια ημίγυμνη καλλονή. Στα αριστερά, ένας επαίτης στρέφει την παλάμη του στον ουρανό από το χαρτόκουτο-σπίτι του και κοιτά με βλέμμα αχανές.

Στη μια γωνιά του μυαλού μας, ναι, ημών των ατυχών(;) νέων, facebookικός οίστρος με ανακατωμένες λέξεις, όπως: ευεξία, κέφι, αισιοδοξία, θετική ενέργεια, χαμόγελα, φρεσκολουσμένα ξανθά μαλλιά, φιλτραρισμένες φωτογραφίες από μπαλκόνια και γρασίδια. Στην άλλη γωνιά, οι εαυτοί μας λίγα χρόνια πριν, παιδιά, φρεσκοερωτευμένα, φορτωμένα όνειρα, όχι ακόμα φοιτητές, όχι ακόμα οι νεαροί εργαζόμενοι του γραφείου, όχι αυτοί οι τσουρομαδημένοι 25ρηδες που, χαμένοι στις σκέψεις μας, προξενούμε, πού και πού, κορναρίσματα από τα μονίμως βιαστικά αυτοκίνητα της Πατησίων.

(Χύθηκε και ο καφές. Πάντα αυτός ο καφές…)

Στα χρόνια της Νομικής, έγραφα κειμενάκια σαν αυτό στον θρυλικό «Νομικό Παλμό». Ο επίλογος είχε πάντα μια δόση αισιοδοξίας και καλέσματος σε έναν, κάποιον, κάπου αγώνα. Τώρα, αυτά περάσανε, μείνανε πίσω. Προς Θεού, δεν ενστερνίζομαι κανενός είδους πεσσιμισμό, ούτε διέπομαι από αντι-επαναστατικές τάσεις, τύπου «ουφ, πάλι κλείσαν το κέντρο, τι πορεία κάνουν αυτή τη φορά;». Αλλά, μεταξύ μας, η κατάσταση έχει οδηγηθεί σε πρωτόγνωρα επίπεδα σουρεαλισμού, μοιάζουμε λιγάκι με πίνακας του Πικάσο, αλλά, ίσως, με ζοφερότερα χρώματα από αυτά που συνήθιζε να προτιμά ο ζωγράφος.

Η ζωή μου-η ζωή μας- μια παράνομη κασέτα, σαν αυτές του Άσιμου, όλο στιχάκια και καβουράκια στις τσέπες αυτών που βρήκαν την κρίση καραμέλα και τους συμφέρει. Μια παράνομη κασέτα με πολλούς ποδαρόδρομους και ξενύχτια και μικρά, προσωπικά μαρτύρια και όνειρα με βρεμένες φτερούγες που σιγά σιγά ανάβοντας και σβήνοντας τα σπίρτα μας θα τα στεγνώσουμε.

Δεν ξέρω έναν άνθρωπο στην ηλικία μου-24 ετών- που να είναι ικανοποιημένος από τη ζωή του στην Ελλάδα, ασχέτως αν θα ανεβάσει στο fb την σαββατιάτικη έξοδο ή το διήμερο στο Αγκίστρι. Παιδιά τελειώνουν τις σπουδές και αγχώνονται για το παρακάτω, παιδιά εργάζονται και αγωνίζονται με ή χωρίς σπουδές και τους οφείλονται συνεχώς χρήματα. Τη μονοτονία σπάει ένα X factor κι ένα –υποκριτικό- Euro, οι ειδήσεις των 8 φορτίζουν όλο και πιο αρνητικά την ατμόσφαιρα, το καλοκαίρι δεν ξέρουμε καν γιατί υπάρχει, διότι καλό και το Αγκίστρι-αν γίνεται κι αυτό- αλλά, «εμείς άλλα ονειρευόμασταν».

Καμία σοβαρότητα στην πολιτική σκηνή. Καμία πολιτική, ανεξάρτητη από τις αγορές και τη ρευστότητα. Ελάχιστη σοβαρότητα και στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Θίασοι και θέατρα και «αθρώποι» που πασχίζουν να κάνουν την επιτυχία με καμιά σχαλοκωμωδία και ίσως, κανέναν πισινό αλά Κιμ Καρντάσιαν στην αφίσα. Οι  «κυριλέ» καλλιτεχνικές προτάσεις που καταθέτει το Φεστιβάλ και τα μεγάλα θέατρα μοιάζουν με πόρτες κλειδωμένες σε πολλούς και πολλές άξιους και άξιες.

Στα καλοκαιρινά μπαλκόνια τα απόρθητα ακόμα, με τις σπιτικές λεμονάδες και τις φλούο σαγιονάρες τις περσινές, φουντώνουν συζητήσεις για το εξωτερικό. Ορδές ανθρώπων επιχειρούν τη μεγάλη έξοδο από τη χώρα. Την ίδια ώρα, η Ευρώπη δείχνει τα σαπισμένα της δόντια μέσω εκλογών με ενδεικτικά της προβληματικής κατάστασης αποτελέσματα, μέσω brexit, μέσω ατυχών δηλώσεων χάι πολιτικών στελεχών στα συμβούλια, μέσω τρομοκρατικών, ομοφοβικών χτυπημάτων. Να φύγουμε από την Ελλάδα, να πάμε πού; Στη φτωχιά Ιταλία, στη διφορούμενη Ισπανία, την επικίνδυνη Γαλλία ή μήπως στην εκτός Ευρώπης Αγγλετέρα; Και να κάνουμε τι; Να σπουδάζουμε διοίκηση επιχειρήσεων, δουλεύοντας στα –προσοχή, αμερικανικά- fast food και να μιλάμε με τους αγαπημένους μας μέσω skype καθισμένοι στο άβολο δωμάτιο ενός ξένου σπιτιού που μετά βίας νοικιάζουμε;

Οk, ok. Ας μην τα δραματοποιούμε όλα τόσο, μα τόσο πολύ. Αλλά, πώς πρέπει να σκεφτούμε; Να γελάμε με Λαζόπουλο κι Ελληνοφρένεια, να «μετράμε τα ρέστα μας για να βγάλουμε κι άλλο μήνα» και να περνάμε το υπόλοιπο είτε σε ανεργία, είτε σε άμισθη εργασία, χαζογελώντας και ψευτοελπίζοντας για κάτι καλύτερο;

Η γράφουσα, πάντως, όχι. Η γράφουσα θα αγαπά και θα εκτιμά μια ζωή αυτούς τους λίγους και γραφικούς που παλεύουν, πιστεύουν, γράφουν, διαβάζουν. Ψάχνουν. Δεν έχουν ηλικία. Δεν έχουν πολλά λεφτά. Ή αν έχουν, βοηθάνε κόσμο.  Κάνουν οικογένειες. Βρίσκουν λύσεις, πατέντες, τολμούν να μιλήσουν, ξέρουν, όμως, και πώς να δουλέψουν προς τη σωστή κατεύθυνση.

Είναι αυτοί οι λόγος για τον οποίο παραμένω Ελλάδα. Γιατί με αυτούς μιλώ την ίδια γλώσσα η οποία, όλως τυχαίως, είναι η ελληνική. Η ζωή μου-η ζωή μας- μια παράνομη κασέτα, σαν αυτές του Άσιμου, όλο στιχάκια και καβουράκια στις τσέπες αυτών που βρήκαν την κρίση καραμέλα και τους συμφέρει. Μια παράνομη κασέτα με πολλούς ποδαρόδρομους και ξενύχτια και μικρά, προσωπικά μαρτύρια και όνειρα με βρεμένες φτερούγες που σιγά σιγά ανάβοντας και σβήνοντας τα σπίρτα μας θα τα στεγνώσουμε. Ύπουλα τα μπουγέλα των καιρών, επικίνδυνες οι μπόρες που ξεσπούν από γκρίζα σύννεφα-κατακτητές και καταπατητές παντός τύπου.

Να κάνουμε αυτό που αγαπάμε. Να αγαπάμε αυτό που κάνουμε. Ό, τι κάνουμε, ό, τι μπορούμε κι ό, τι μας επιτρέπεται, τουλάχιστον. Να αγαπάμε, σκέτο. Να ενστερνιστούμε δυο στίχους: «η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει» (Ναζίμ Χικμέτ), αλλά, κυρίως, «μ’ αγώνα η λευτεριά, μας είναι αναγκαία» (Γώγου & Άσιμος).

Άντε, και καλό καλοκαίρι.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ