Απογευματάκι... 6 η ώρα. Λες «ωραία, καφές και μπαλκόνι, θα χαλαρώσω». Ακούς ένα αδιάφορο χάχανο από το υπερπέραν και λες «μπα ιδέα μου» γιατί είσαι πράγματι τόσο δειλός να παραδεχτείς ότι όντως είναι το σύμπαν που γελάει όταν μιλάς εσύ. Φτιάχνεις καφέ, κάθεσαι στην αναπαυτική σου καρέκλα και αγναντεύεις την πόλη. Αγναντεύεις και περιμένεις. Το ξέρεις, το νιώθεις ότι κάτι θα έρθει και αυτό το απόγευμα και θα ταραχτείς. Το νιώθεις. Έμα δεν γίνεται απόγευμα και να μην παίξουνε τα νεύρα σου, δεν γίνεται.
Να σου λοιπόν το τηλεφώνημα να σε γυρίσει στα παλιά, να σου θυμίσει αυτά που τόσο δύσκολα κατάφερες να ξεχάσεις. Να σου το τηλεφώνημα που θα σου πει καλά έκανες και ξέχασες όμως μπροστά σου θα τα βρίσκεις πάντα. Αυτό το καταραμένο τηλεφώνημα που το σηκώνεις και όταν το κλείνεις λες «μα ποιος μου κάνει πλάκα τέλος πάντων;». Και το θέμα είναι ότι συνήθως πλάκα σου κάνει ο ίδιος ο Θεός γιατί να ξέρεις ότι κάθε επιλογή σου, κάθε σου πράξη, κάθε σου λέξη, κάθε αντίο που θα πεις, κάθε σιωπή που θα προτιμήσεις θα τα εκτιμήσεις μονάχα εσύ. Για όλους τους άλλους θα είναι κάτι άλλο, ακόμα και για τον ίδιο το Θεό. Δεν θα'ναι αντίο, θα'ναι υπονοούμενο, δε θα'ναι φιλία, θα'ναι υποκρισία, δεν θα'ναι αγάπη, θα'ναι η μαλακία που σε δέρνει.
Ακριβώς επειδή οι άνθρωποι είναι τόσο απίθανοι, τόσο μα τόσο απίθανοι, αυτά τα περίεργα τηλεφωνήματα του απογεύματος μην τα σηκώνετε πια. Αλήθεια μην τα σηκώνετε. Πιείτε τον καφέ σας. Αφήστε το να χτυπάει το ρημάδι. Συνεχίστε τη ζωή σας με τα άτομα που έχετε επιλέξει να τη συνεχίσετε και αφήστε τον τηλεφωνητή να κάνει τη δουλειά του! Στην τελική τι τον έχουμε;