Γράμμα στο σκύλο μου...
Ήσουν εκεί, πάντα ήσουν εκεί. Τώρα όμως δεν είσαι, για τους δικούς σου λόγους, δε θα μάθουμε ποτέ.
Ήσουν εκεί στα δύσκολα, ήσουν εκεί και στις χαρές. Στα πάντα ήσουν εκεί.
Σχολείο πήγαινα όταν σε πρωτοείδα και ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα έλειπες ποτέ.
Όποιος δεν έχει σκύλο, δύσκολα καταλαβαίνει τον πόνο του να τον χάνει κανείς. Ίσως βρίσκει και υπερβολική των αντίδραση αυτών που τον ζούσαν. Καλά μη μιλήσω για αυτούς που δες τους συμπαθούν ούτε για αυτούς που τους απεχθάνονται σε σημείο τρέλας (για αυτούς δε θα μιλήσω).
Ήσουν εκεί όταν πρωτομπήκαμε στο καινούργιο μας σπίτι. Κάγκελα δεν είχαμε και επέλεξες να μας συντροφεύεις μια ζωή, αφού σου άρεσε να κοιμάσαι έξω από την πορτούλα μας. Και μάντεψε, όταν περιφράξαμε το σπίτι μας, ήσουν πάλι εκεί από τη μέσα πλευρά, ήσουν μέσα στην οικογένεια. Ήσουν εκεί στις γιορτές, "κυρία" σε φωνάζαμε γιατί είχες, βλέπεις, τρόπους μιας πραγματικής κυρίας. Δεν ενοχλούσες κανέναν, δεν είχες ποτέ καμία απαίτηση, μόνο χαρά μας έδινες.
"Σούζυ, έλα" πήγαινα προς την πόρτα και χαρωπά σε έβλεπα να έρχεσαι και να αναμένεις το άνοιγμα της. Περπατούσαμε προς τα λιβάδια, μύριζες όλες τις γωνιές, κάπου κάπου άφηνες το σημείο κυριαρχίας σου, γαύγιζες στα γειτονικά σκυλιά να δείξεις την παρουσία σου και κινούσαμε προς το σπίτι. Εκεί άρχιζα να τρέχω και τότε άρχιζες πιο γρήγορα. "Πάμε, Σούζυ, πάμε". Με προσπερνούσες και με περίμενες στην πόρτα να σου ανοίξω. Τρέχαμε στα νερά μας και μετά ξεκουραζόμασταν παρέα.
Δεν έκανες ποτέ κίνηση να μπεις στο σπίτι, ήξερες τα όρια σου. Τι ανοιχτές οι πόρτες, τι κλειστές για εσένα ήταν το ίδιο. Μα μόνο την Πρωτοχρονιά και την Ανάσταση που ο γείτονας πυροβολούσε για το καλό μόνο τότε κολλούσε το κορμάκι σου στο παράθυρο, τότε που έτρεμε η καρδούλα σου από το φόβο και ήθελες να μας έχεις δίπλα σου, εμάς τους ανθρώπους σου. Φέτος κιόλας ήταν που κατάφερες να μπεις στο σπίτι, πήγες σε μια γωνιά και έτρεμες. Σε πήρα αγκαλιά, μα ήσουν φοβισμένη.
Ακόμα και όταν ήρθε το καινούργιο σκυλάκι, ο φύλακας, ήσουν πάλι εκεί. Μας έκανες τις ζήλειες σου στην αρχή αλλά μετά σου πέρασε. Σας χάιδευα και τα δυο. Μη νιώσεις ούτε λίγο παραπονεμένη. Και, αν σε παραμέλησα έστω και λίγο, σου ζητώ ένα μεγάλο συγγνώμη. Όταν έπαιζα με το άλλο το σκυλάκι και έβλεπες ότι τα παιχνίδια του με πονούσαν, ερχόσουν προς το μέρος του και του φώναζες, με προστάτευες, ψυχούλα μου.
Σου κανα νόημα από το τζάμι του σαλονιού να έρθεις στο παράθυρο της κουζίνας και ερχόσουν, αγάπη μου. Άλλωστε, εκεί ήταν η γωνίτσα σου, και πάντα αυτή θα είναι.
Αχ και όταν παίζαμε, να θυμάσαι όταν παίζαμε. Που ερχόμουν προς το μέρος σου χαρούμενη και εσύ μου έκανες τρέλες και άρχισες να γυρίζεις στον κήπο. Πέρα δώθε, πέρα δώθε.
Και μόνο μια σκηνή μαζί σου θα ήθελα να ξεχάσω, τη χθεσινή. Όταν μετά το τηλέφωνο του γείτονα, ήρθα και σε είδα να κείτεσαι στο έδαφος με τα ματάκια σου ανοιχτά. Ήλπιζα να έκανε λάθος ο ηλίθιος! Να παραείδε, να μην είχες πάθει τίποτα. Να ήσουν απλώς κουρασμένη από τη ζέστη και να μην γύριζες στο όνομα σου. Μα πώς γίνεται να λείπεις, εσύ, αφού είσαι πάντα εδώ!
Αχ καρδούλα μου, δε θα σε ξεχάσω ποτέ.