Ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή του!

Ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή του! Facebook Twitter
0

Ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή του! Facebook Twitter
©norman duenas


Τον έλεγαν Φίλιππο Φιλιππόπουλο και ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή του. Ήταν 38 ετών, μελαχρινός με μεγάλα μαύρα μάτια, πολύ όμορφος. Φαρμακοποιός με φοιτητικά χρόνια και σπουδές στην Ιταλία, γεμάτα γνωριμίες, ταξίδια, διαδρομές. Όταν επέστρεψε από εκεί, έμεινε στο πατρικό σπίτι με τη μητέρα του .


Γύρισε από την Ιταλία με πολλά όνειρα. Η οικογένειά του, ο πατέρας του δηλαδή, είχε μεγάλη περιουσία στο νησί και από εκείνον ζητούσε να τον βοηθήσει να ανοίξει Φαρμακείο στον Πειραιά, εκεί που πάντα έμενε και ήξερε και όλον τον κόσμο. Στο μεταξύ είχε γνωρίσει την Μαρία, φοιτήτρια στο Χημικό, μικροκαμωμένη, όμορφη, σπιρτόζα, πνευματώδης και ήταν πολύ ερωτευμένος .


Ο πατέρας του, τού γάνωνε το κεφάλι να κατέβει στο νησί να του ανοίξει εκεί Φαρμακείο και να γνωρίσει κάποια κοπέλα της τάξης τους, από τα μέρη τους. Μόνιμα μαλώνανε. Οι έντονες συζητήσεις τους δεν κατέληγαν πουθενά.


« Τι δε καταλαβαίνεις; Τόσα χρόνια στον Πειραιά, ξέρουμε όλον τον κόσμο! Πήγα σχολείο εκεί, οι φίλοι μου, οι πρώτοι μου έρωτες, οι γείτονες, οι φίλες της μάνας μου ! Που θα πάω να ανοίξω Φαρμακείο στο νησάκι σου, να εξοριστώ εγώ από τον κόσμο, για να επιδείξεις εσύ τον γιο, που τόσα χρόνια είχες ξεχασμένο;»


Όλο τον κάκιζε για την μάνα του, τον χρέωνε πως έγινε ίδιος εκείνη. Είχαν χωρίσει, πάνε πολλά χρόνια, όταν ο Φίλιππος ήταν μικρός, και ήταν λογικό, εκείνος που έμενε με τη μητέρα του να έχει επηρεαστεί. Ίδιος με εκείνη δεν ήταν! Κανείς δεν είναι ίδιος με κανέναν. Ο πατέρας του όμως, σε κάθε συνάντησή τους, συνέχεια του έλεγε για τα παλιά, που η μάνα του δεν είχε μία και αυτός την παντρεύτηκε, που την έβαλε σε σπίτι, της τα πρόσφερε όλα, καθώς έλεγε, αλλά απέκρυπτε ότι όλα ήταν καλά, μέχρι την ώρα που εκείνη άρχισε να μιλά, όταν αντιλήφθηκε τις "περιπετειούλες" του. Πώς να βάλεις κάποιον σε χρυσό κλουβί και να του κλείσεις και το στόμα να μην κελαηδά κόντρα σε σένα;


Αυτό ήθελε πάντα για όλους και για τον γιο του, το ίδιο. Να του προσφέρει κάποια λίγα πράγματα για να του κλείνει το στόμα. Σε κάποια ηλικία αυτό δούλεψε , μετά, όταν ο Φίλιππος άρχισε να έχει λόγο και αντίλογο, τα πράγματα άλλαξαν. Άρχισαν οι διενέξεις. Ελλείψει οικονομικής βοήθειας για Φαρμακείο, ο Φίλιππος έκανε διάφορες δουλειές για να μαζέψει λεφτά. Πήγε αρχικά με τη Μαρία να μείνουνε στα Εξάρχεια, σε ένα σπίτι της εξαδέλφης της , που της το είχε παραχωρήσει έναντι μικρού ενοικίου, όταν ήρθε η Μαρία από την Καλαμάτα για να κάνει σπουδές στην Αθήνα. Δούλεψε σε καφετέρια αρχικά, μετά σε ένα φροντιστήριο διδάσκοντας Ιταλικά, αργότερα ιατρικός επισκέπτης. Το σιχαινόταν αυτό. Να τρέχει στους γιατρούς, να προωθεί φάρμακα, να τάζει εκδρομές, δώρα, εξυπηρετήσεις. Εμετός!


Άρχισαν οι πονοκέφαλοι κάθε πρωί και σταδιακά γινόντουσαν όλο και πιο έντονοι. Έφτασε να μην μπορεί να σταθεί.
Φαντάστηκε ότι αυτό αποδιδόταν στο άγχος, στην αβεβαιότητα, στο ότι ήταν ανικανοποίητος. Άρχισε ομοιοπαθητική, δε βελτιώθηκε καθόλου. Μια φορά σε κάμπινγκ στη Χιλιαδού, από το πρωί ξύπνησε και χτύπαγε το κεφάλι του στην άμμο για να ανακουφιστεί, έμπαινε στη θάλασσα και ευχόταν να πνιγεί για να απαλλαγεί από τον πόνο.


Μετά από επιμονή της Μαρίας, αλλά και δικής μου έγιναν οι εξετάσεις για να μάθει τελικά ότι έχει καρκίνο στο κεφάλι.
Ο κουραστικός πονοκέφαλος έφερε ναυτία, και μερικές φορές εμετούς. Ξέρναγε ό,τι είχε καταπιεί όλα τα χρόνια της πίεσης και της ανοχής, μαζί και τα συντεθλιμμένα του όνειρα. Μην μείνουν μέσα του και σαπίσουν, καλύτερα να γίνουν λίπασμα στη γη.


Έψαχνε τρόπο να χωρίσει τη Μαρία, μετά από σχέση 10 χρόνων. Ήθελε να την απομακρύνει από τότε που έμαθε ότι είχε την αρρώστια. Ήταν ο κολλητός μου. Μαζί από το σχολείο, διακοπές μαζί. Τα λέγαμε όλα. Έτσι, όλο με ρώταγε πώς να της το φέρει, τι να της πει. Μου πρότεινε κιόλας να κάνουμε ότι ήμασταν ερωτευμένοι, για να φύγει εκείνη, να τον σιχαθεί, να τον βρίσει και να τον ξεγράψει.


Μα πώς να την πείσεις, δεν είναι και χαζή. Ήμουν και δική της φίλη και η φιλία μου τόσων χρόνων με τον Φίλιππο, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο, ούτε προσχηματικά. Ήμασταν σαν αδέλφια. Ήταν φαρμακωμένο, πικραμένο παιδί, με μια μόνιμη μελαγχολία στο βλέμμα.


Τώρα αυτός ήξερε την εξέλιξη της ασθένειας του και ψάχνοντας βρήκε ότι η περίπτωσή του δεν είχε γιατρειά. Με έκανε χρυσή να τον αλαφρώσω από το βάρος αυτής της ζωής, που θα τον ξεφτίλιζε, μιας και εκείνος είχε πρόσβαση σε ουσίες, απλά θα τον διευκόλυνα, να ήμουν πλάι του, να μην λακίσει και ζητήσει βοήθεια. Το απέκλεισα βέβαια όπως ήταν φυσικό. «Ούτε κουβέντα στη Μαρία για αυτό!» Όχι μόνο δεν θα τον διευκόλυνε, αν πέθαινε, θα πέθαινε μαζί του, η νεώτερη εκδοχή της αγγλίδας γκουβερνάντας Μαίρη Βέμπερ και του δόκιμου στρατιωτικού γιατρού Μιχαήλ Μιμήκου.... Σπάνια αγάπη για τον δικό μας υλιστικό καιρό.


Ο πατέρας του αμέριμνος στο νησί να μαζεύει τις ελιές του, να βγάζει το λάδι του, να κλαίγεται για τον κακότυχο γιο του και να τον επισκέπτεται με συμπόνια στην Αθήνα. Σκέτος γερολαδάς με επίφαση κοσμικού προύχοντα. Τώρα δεν έχει σημασία, που θα ανοίξει Φαρμακείο, γιατί απλά δεν πρόκειται να το ανοίξει. Πρόκειται να μπει σε σειρά θεραπειών, χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες και ίσως εγχειρήσεις, μόνο για να παρατείνουν το τέλος.


Άρχισε να έχει δυσκολία στην ομιλία και δυσκολία στην κίνησή του, πήγε να σωριαστεί στην πλατεία Εξαρχείων, έχασε την ισορροπία του, δεν οδηγούσε πια.


Μαζεύτηκαν πολλά. Αποδυναμώθηκε, αυτός, που ήταν δυνατός και δυναμικός και που έκανε σχέδια ενάντια στην ανάλγητη θέληση του πατέρα του, που σήκωσε ανάστημα και δε νέρωσε το όνειρό του, αλλά προσπάθησε με αξιοπρέπεια να συντηρηθεί και ίσως να κατάφερνε έστω κάτι, συνέταιρος σε Φαρμακείο στην Αθήνα ή στη χειρότερη υπάλληλος.


Άρχισε να γίνεται οξύθυμος με όλους και με την Μαρία. Εκείνη έδειχνε κατανόηση, αλλά καθώς το συνειδητοποιούσε,τον ενοχλούσε, σαν όλοι να περίμεναν να έρθει γλυκά και ήσυχα το τέλος του.


Αρνήθηκε κάθε θεραπεία. Μόνο κάποια παυσίπονα ανακούφιζαν τον πόνο του, αλλά δε θεράπευαν το τρωκτικό, που έτρωγε το κορμί και τη ψυχή του. Δε ξέρω με ποια προτεραιότητα. Προσωπικά πιστεύω πρώτα τη ψυχή του και μετά το καθρέφτισμά της στο κορμί του.

«Όχι καλή μου! Η ζωή είναι δώρο και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, και είμαι! Ή μάλλον ήμουν. Μα όταν αυτή χαλάσει, ή για κάποιο προσωπικό λόγο ο άλλος δεν μπορεί να ανεχτεί την εικόνα του, όπως εξελίσσεται από μια εκφυλιστική και βασανιστική νόσο, τι πρέπει να γίνει; Δεν υπάρχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, της προσωπικής ευθύνης; Δε θα κάνω ποτέ αυτό που θέλω, ούτε στο θάνατό μου;»
Του εξηγούσα ότι κανείς δεν μπορεί να πάρει την ευθύνη να τον "διευκολύνει" . Είναι θέμα ηθικής τάξης, προσωπικών ενδοιασμών, που πηγάζουν και από τη θρησκευτική κατεύθυνση του καθένα, αλλά και την άρνηση, την απλή άρνηση κάποιου να αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου. Με κοίταζε με αδιάφορη συγκατάβαση.


Κοιμόταν πολλές ώρες και όταν ξύπναγε καθόταν σαν τα παρατημένα από τη ζωή γερόντια, καθηλωμένος μπροστά στην τηλεόραση.
Παρακολουθούσε αυτή την παράνοια των ειδήσεων με τους σκοτωμούς στον κόσμο, δήθεν για το ποιος είναι ο Θεός, γιατί κάποιοι τον έχουν βρει και κάποιοι έχουν βρει έναν άλλο.


«Όλα γίνονται για αυτόν τον Μαμμωνά το Χρήμα!» φώναζε.


«Στημένες ιστορίες λες και είμαστε ηλίθιοι, λες και δεν καταλαβαίνουμε ότι οι ίδιοι που στήνουν τον πόλεμο, καρπώνονται από αυτόν! Δε βλέπουμε το ρόλο της μιας και της άλλης υπερδύναμης! Και οι άνθρωποι να σκοτώνονται είτε πλασματικά για εκφοβισμό μπροστά σε κάμερες, είτε μέσα στη χώρα τους για ανύπαρκτους λόγους, για ανούσια πράγματα, κατασκευασμένες έριδες και μίση!» Φώναζε. Ωρυόταν. Έβριζε εκτός εαυτού.


Μια στιγμή τον έβλεπα να κοιτά προσεκτικά τις ειδήσεις. Να παρακολουθεί τους Τζιχαντιστές, αυτούς τους ανθρώπους , που αυτοκτονούν ζωσμένους με πυρομαχικά, νομίζοντας ότι θα πάνε σε κάποιον παράδεισο σήκωνε με απορία το δεξί του φρύδι και φαίνεται του έμπαιναν ιδέες. Που να το φανταστούμε!


Ωραία εποχή, μέσα στη γελοιότητά της, δίνει διεξόδους. «Άλλοι φεύγουν για τον Παράδεισο και άλλοι φεύγουν από την Κόλαση» έλεγε.
Μια φορά ενθουσιάστηκε και εμείς δεν καταλαβαίναμε γιατί. Λέμε θα είναι η νόσος. Η είδηση αφορούσε έναν Τζιχαντιστή, ζωσμένο με πυρομαχικά που αναφώνησε « Ο Αλλάχ είναι μεγάλος!» μέσα στο μετρό του Λονδίνου και αμέσως τον πυροβόλησαν. Παράνοια! Σκοτωμοί και αποκεφαλισμοί, όχι μόνο τώρα, μα πάντοτε. Τι να την κάνεις την τεχνολογία και την Επιστήμη, όταν υπάρχουν ακόμα στοιχεία μέσα στον άνθρωπο, που τον κρατούν δέσμιο σε αγριότητες, σε παράλογες πράξεις, τις οποίες επικυρώνει κιόλας με ένα πέπλο ανθρωπιστικής μέριμνας και αγιοσύνης.


Ο Φίλιππος ωστόσο στο μυαλό του, το είχε χτίσει. Έτσι γιατί à la guerre, comme à la guerre !


Ζήτησε από τη Μαρία να πάνε μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων στο μεγάλο εμπορικό κέντρο, δίπλα στο αεροδρόμιο. Τρομερή κοσμοσυρροή, όλοι με πρόσχημα τις γιορτές, ικανοποιούν τις προσωπικές τους ανασφάλειες. Καταναλώνω, με βλέπεις; Άρα υπάρχω! Σε ποιο καλύτερο μέρος θα μπορούσε να βροντοφωνάξει την άρνηση της ύπαρξης του; Εκεί που το επιδεικνύουν όλοι μαζί. Θα περάσει απαρατήρητος και θα κάνει την τέλεια διαπραγμάτευση.


Ήταν προετοιμασμένος από το σπίτι, φόραγε πολλά ρούχα, το ένα πάνω στο άλλο, δήθεν κρύωνε πολύ, ένα κασκόλ φουλ φέις, που το ανέβασε καλύπτοντας το πρόσωπό του την κατάλληλη στιγμή και στη τσέπη του κράταγε μια χειροβομβίδα, παιδικό παιχνίδι, για να μάθει το αγόρι μας να παίζει πόλεμο από μικρό , για να συνεχίσει και στην πραγματική ζωή με ευκολία, να πετά χειροβομβίδες, να εκτοξεύει πυραύλους, να χρησιμοποιεί χημικά ή πυρηνικά όπλα, να οξύνει την άρρωστη φαντασία του, για να εξολοθρεύσει όσο μπορεί περισσότερους ανθρώπους, να εξαφανίσει τη φύση, να σκορπίσει την αρρώστια.


'Έβλεπε αμέριμνος τις βιτρίνες, υποβασταζόμενος από τη Μαρία, παντού αστυνομικοί, κάμερες, ασφάλεια. Κάθισε σε ένα παγκάκι σε ένα ξέφωτο, έστειλε τη Μαρία να του πάρει ένα μπουκαλάκι νερό από το μπαράκι απέναντι. Πέρασε με μια τελευταία αποχαιρετιστήρια ματιά τον κόσμο γύρω του και με παρρησία σηκώθηκε πάνω στο παγκάκι, κρατώντας την πλαστική χειροβομβίδα στο χέρι και αναφώνησε στην ανοησία του κόσμου «Αλλάχου Άκμπαρ!»


Με τρελό βλέμμα η Μαρία είδε τη σκηνή, απορημένη για κάτι δευτερόλεπτα, γιατί αμέσως μετά ακούστηκαν πυροβολισμοί.
Ο Φίλιππος ήταν νεκρός, κανείς δε ξέρει από ποια σφαίρα, ποιου σκοπευτή, της ασθένειάς του, ή αυτής της απόρριψης του πατέρα του. Το ζητούμενο πάντως επετεύχθη χωρίς να βαρύνει κάποιον και πάει στην Κόλαση. Ο Φίλιππος κείτεται κάτω νεκρός σε έναν παράδεισο ή κάπου πάντως , που δεν είναι η Κόλαση που αντίκριζε καθημερινά. Από πάνω του η Μαρία, σαν τη μητέρα του Ιησού, κλαίει απαρηγόρητη, πιο πολύ γιατί δεν το φαντάστηκε, δε μάντεψε τη πρόθεσή του. Τώρα νιώθει εντελώς χαζή. « Αυτός μέσα στην κατάθλιψη να θέλει να πάει στο Mall;»
Ξάφνου μέσα στον σπαραγμό κοιτά πάνω το φως που ερχόταν από την τζαμένια οροφή και φωνάζει «Αλλάχου Άκμπαρ, ο Θεός είναι Μεγάλος, Ύψιστος, Παντοκράτωρ και Ελεήμων;»

για το Φίλιππο...

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ