Ξεφυσάς... Έχει περάσει αρκετή ώρα από τότε που έφτασες στη στάση του λεωφορείου. Μα δε σε πολύ-νοιάζει. Τι κι αν έρθει, τι κι αν δεν έρθει. Ο χαμένος και ο μοναχικός, όπου και αν πάει, με όποιον και αν είναι το ίδιο του κάνει. Η μαυρίλα φαίνεται να έχει βρει μόνιμο καταφύγιο στη ψυχή σου, διασκεδάζει με το να σε τραβά όλο και πιο κάτω, μέχρι να γίνεις ένα με αυτήν, μέχρι να μη μπορείς να πάρεις πια τα πόδια σου, μέχρι να μη βρίσκεις νόημα πια σε τίποτα και σε κανέναν. Εξακολουθείς να περιμένεις στο κρύο για το λεωφορείο, μόνος.
Το μόνο που σου κρατά συντροφιά για να μην πέσεις βαθύτερα στην άβυσσο είναι η μουσική σου, ή μάλλον όχι η μουσική «σου» αλλά αυτή που ακούς. Πλέον όλα τα τραγούδια μιλούν για εσένα. Για αυτά που σκέφτεσαι. Για τα προβλήματα σου. Αναρωτιέσαι αν μόνο οι προβληματικοί και οι μοναχικοί γράφουν τραγούδια που να σε αγγίζουν και περιέργως, νιώθεις μια μικρή παρηγοριά. Κοιτάζεις την ανάσα σου που παίρνει τη μορφή καπνού καθώς εκπνέεις στο κρύο. Ξαφνικά το κίτρινο φως από τα φανάρια φτάνει κοντά. Επιτέλους. Κάνεις ένα βήμα και ανεβαίνεις, καθώς ψάχνεις τη τσέπη σου για ψιλά για το εισιτήριο. Τα χνότα και ο προβληματικός κλιματισμός έχουν δημιουργήσει την καλύτερη μπόχα, η όποια σιγά-σιγά σε αγκαλιάζει. Χτυπάς το εισιτήριο και κοιτάς τριγύρω για καμία άδεια θέση. Υπάρχουν κανά δυο. Κάνεις να πας, μα σκάφτεσαι πως άμα κάτσεις δε θα σηκωθείς για κανέναν. Ούτε για την ταλαίπωρη ηλικιωμένη, ούτε για τη μανά με το παιδί της.
Βρίσκεσαι στην κατάσταση όπου δε θα έκανες καμία εξαίρεση και το τελευταίο που χρειάζεσαι είναι ένα κήρυγμα για το ποσό αναιδής είσαι και που έχει φτάσει η νεολαία στις μέρες μας, από κάποιον ο όποιος θέλει να ξεσπάσει πάνω σου και να σου ρουφήξει όση ενεργεία σου έχει απομείνει (αυτήν που ίσα-ίσα έχεις για να περπατάς), γιατί και αυτός περνά σκατά. Και θα έχει και δίκιο. Δεν θα το άντεχες αυτό. Όχι ότι είσαι ο τύπος που κάνει φασαρίες και καβγάδες. Όχι. Δεν είσαι έτσι. Είσαι πάνω κάτω εντάξει παιδί. Τουλάχιστον έτσι σου λένε. Απλά το τελευταίο που χρειάζεσαι είναι αυτό. Όποτε αλλάζεις γνώμη και στέκεσαι στη γωνία στηρίζοντας το σώμα σου στο τζαμί. Πας να ανοίξεις το παράθυρο, μα πριν καλά-καλά το κάνεις η πιο εκνευριστική και διαπεραστική φωνή εισχωρεί στα αυτιά σου τρυπώντας τα, αγνοώντας τα ακουστικά σου και την υψηλή ένταση της μουσικής σου. «Νεαρέ, έχει κλιματισμό, μην το ανοίγεις!», κράζει, και με τα κιτρινισμένα χοντροδάχτυλα της που βρωμούν και ζέχνουν καπνίλα, κοπανά το παράθυρο και το κλείνει. «Μα πώς αντέχεις» σκέφτεσαι να της πεις. Την κοιτάς επίμονα, σαν να σου έχει πάρει αυτό που ποθούσες περισσότερο στον κόσμο. Γυρίζει το βλέμμα της και κάνει πως δε σε κοιτάζει, αλλά ξέρεις πως ξέρει ότι εσύ την κοιτάς και πως δε θα κουνήσεις βλέφαρο από πάνω της. Γιατί; Γιατί έτσι τώρα. Αλλά ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ένα τσούρμο και το βλέμμα σου καρφώνεται άλλου.
Σε κάτι που ξεχωρίζει. Σε κάτι που ομορφότερο δεν έχεις δει. Η δυνατή σου μουσική διακόπτεται και το λεωφορείο σαν να αδειάζει. Τώρα είσαι εσύ και αυτή. Αυτή που ξεχωρίζει. Η μαυρίλα σου είπε να ξεκουμπιστεί για λίγο, όσο εσύ έχεις τα μάτια σου καρφωμένα σε αυτήν. Α ναι. Δε στο είπα. Είσαι από εκείνους τους τύπους. Τους ρομαντικούς. Τους «φλώρους». Από αυτούς που αν τους μπει κάτι στο μυαλό τους μένει εκεί. Καρφωμένο εσαεί, ή μέχρι να κάνουν κάτι για αυτό τέλος πάντων. Και λοιπόν τώρα είναι μια τέτοια στιγμή. Την κοιτάς. Την κοιτάς να χτύπα εισιτήριο, την κοιτάς να κάθεται στη θέση που βρίσκεται διπλά στη θέση που θα καθόσουν εσύ άμα δεν ήσουν αντικοινωνικός βλάκας. «Έλεος ρε γαμώτο.», λες κατά λάθος φωναχτά. Το σταχτοδοχείο με πόδια που βρίσκεται διπλά σου ρίχνει το πιο μοχθηρό της βλέμμα. Αλλά δε σε νοιάζει καθόλου. Εσύ βλέπεις αυτήν. Για σένα υπάρχει μόνο αυτή. Την παρατηρείς αρκετή ώρα και προσπαθείς να μην κλείνεις καν τα μάτια σου, για να μη χάσεις στιγμή από το πρόσωπο της. Μα η μπόχα και η σκόνη σε κάνουν να δακρύζεις και τελικά τα κλείνεις, ξανανοίγοντας τα όσο πιο γρήγορα μπορείς. Τη βλέπεις να γυρνά το βλέμμα της προς το μέρος σου και αμήχανα αμέσως γυρνάς άλλου, βλέποντας την τώρα μόνο με την άκρη του ματιού σου. Μόλις ξαναγυρνά, αμέσως και εσύ.
Γενικά δεν είσαι από αυτούς που δεν κοιτούν στα μάτια τον άλλον, ακόμα και αν δεν τον ξέρεις. Το υπενθυμίζεις αυτό στον εαυτό σου. Την ξανακοιτάς. Γυρνά. Σε βλέπει. Χάνεσαι στα μάτια της. Χαμογελά. Χαμογελάς. Και μετά κοιτά κάτω. Αυτό περίμενες. Δεν θα την αφήσεις να φύγει. Θα της μιλήσεις. Θα πεις κάτι. Δε φοβάσαι, μα ξαφνικά περνούν πολλές εικόνες από το μυαλό σου. Ναι. Φοβάσαι. Αλλά πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου να το κάνεις. Και πριν αποφασίσεις, πριν κάνεις κάτι σωστό, πριν κάνεις κάτι για σένα, κάτι που πραγματικά θες. Στάση. Σηκώνεται ένα μπούγιο και μέσα και αυτή να ξεχωρίζει. Κατεβαίνει και γυρνά για ένα δευτερόλεπτο ρίχνοντας μια μάτια πίσω της και έπειτα χάνεται. Κλείνουν οι πόρτες. Η μπόχα και η μαυρίλα επιστρέφουν δυναμικά. Γαμάτα. Είσαι πολύ μαλάκας. Και ακόμη πιο δειλός από ότι μαλάκας. Δε θα την ξαναδείς. Γιατί δεν ακολούθησες. Γιατί φοβάσαι ρε μαλάκα;... Στάση για εσένα.
Κατεβαίνεις και περπατάς στο μάθημα, στο όποιο έχεις ήδη αργήσει. Χτυπάς το κουδούνι, ανοίγει, ανεβαίνεις σα ψόφιος της σκάλες και μπαίνεις μέσα στην τάξη. «Καλά ρε _____ άργησες, που ήσουν; Στον κόσμο σου;» σου λέει χαριτωμένα ο καθηγητής. Σηκώνεις το κεφάλι και λες με μίση ψυχή, «Όχι, ακόμη τον ψάχνω, μα θα τον βρω...». Γελούν. Χαμογελάς και εσύ αμήχανα. Κάθεσαι. Μαζί και η μαυρίλα και το μάθημα συνεχίζεται. Σε ρωτά η διπλανή σου, «Τι έγινε ρε;», «Τίποτα, όλα καλά.», λες όπως πάντα. Εκείνη σε κοιτά στα μάτια και σαν να καταλαβαίνει, σαν ήξερε τι νιώθεις και τι έγινε. Παίρνει το στυλό της και γράφει στο χέρι σου, «Ό,τι δε συνέβη ποτέ, είναι γιατί δε το ποθήσαμε αρκετά...». Με κοιτά στα μάτια και μου λέει, «Καλό ε;». Κοίτα να δεις...