Διάβασα πρόσφατα ένα άρθρο, μια προσωπική ιστορία για το παλιό-καλό εστιατόριο ΔΩΡΙΣ που έκλεισε. Αν και δεν ήμουν τακτικός επισκέπτης όπως η Μαριάντα, το είχα επισκεφτεί με φίλους 7-8 μεσημέρια όλα κι όλα, στα 8 χρόνια που εργάστηκα στο “ιστορικό” κέντρο της Αθήνας. Μου ήταν αρκετά για να συμμεριστώ τη θλίψη της, τη νοσταλγία και κυρίως την ενοχή για την Αθήνα που αφήνουμε να χαθεί. Η “τεχνολογική” μου ιδιότητα με έφερε να εργάζομαι σε αυτό, το καλύτερο ίσως, σημείο της ιστορικής Αθήνας μέχρι το 2012. Όταν οι συναντήσεις για την ευρυζωνικότητα, τους Ευρωπαϊκούς πόρους και τα τεχνολογικά έργα τελείωναν, χάριζα την καλύτερη εμπειρία στον εαυτό μου: στις διαδρομές από και προς το γραφείο, διάλεγα κάθε φορά άλλο μονοπάτι. Χανόμουν στα δρομάκια της ιστορικής Αθήνας. Η “φωτογραφική” πλευρά του μυαλού, παρασυρόταν κάθε μέρα και κάθε φορά, από ένα άλλο παλιό κτίριο, ένα άλλο παλιό μαγαζί, μιαν άλλη φιγούρα που κρατούσε εκεί απαράλλαχτη στο χρόνο.
“Αυτό θα είναι το φωτογραφικό μου έργο!” είπα μια μέρα του 2008. Ο αφελής! Και πήρα ένα μικρό-χάρτη τσέπης. Ούτε GPS, ούτε κινητά, ούτε ipad. Ποιός; Εγώ! Ναι! Πήρα συνειδητά τον πιο μικρό χάρτινο διπλωτό χάρτη και τον κρατούσα στις τσέπες σακακιών και ανάμεσα στα έγγραφα, και κάθε μέρα, μα κάθε μέρα, σημείωνα μια κουκίδα. Ένα σημείο που ήθελα να ξαναδώ, έναν άνθρωπο που ήθελα να μιλήσω, ένα κομμάτι της παλιάς Αθήνας που μου έγνεφε να σταματήσω. Θα το φωτογράφιζα! Αργά ή γρήγορα θα το φωτογράφιζα! Κάποια Σάββατα και λιγότερες ακόμη Κυριακές κατέβαινα ξανά στο κέντρο. Εκεί στους δρόμους της δουλειάς, χωρίς κοστούμι, χωρίς γραβάτες, με την άνεση των αθλητικών παπουτσιών και την ελευθερία της δημιουργίας. Με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Το σκηνικό δικό μου. Και μάλιστα έχοντας στο χέρι το “σκονάκι” μου: τις κουκκίδες…
Και το ξεκίνησα! Φωτογράφισα παλιά καταστήματα. Αυτά που σου έλεγαν “Αθήνα του 1950″ και ας ήταν τότε 2008. Μίλησα με τους ανθρώπους τους για την παλιά Αθήνα που αναπνέει ακόμη κάτω από τα άχαρα, άχρωμα κτίρια. Έτρωγα στον “Ανθό” ένα παλιό ταβερνάκι. Έβρισκα τις κρυμμένες ταμπέλες από τα παλιά. Τις βεράντες που κρατούν ακόμη όπως τότε. Τις περίτεχνες πόρτες στα παλιά σπίτια – όσα απέμειναν… Περνούσα κάθε μέρα μπροστά από τον κύριο Εξαρχόπουλο, ένα μικρό παλιό ακατάσταστο μαγαζί με ηλεκτρικά με την ταμπέλα Φιλιπς από τη δεκαετία του ’50. Από εκεί περνούσα κάθε ημέρα. Λέκκα και Κολοκοτρώνη… Το γραφείο ήταν βλέπεις από πάνω…
“Να σας φωτογραφίσω κύριε Εξαρχόπουλε;” – “Ευχαρίστως! Να με φωτογραφίσεις!” Η Αθήνα μιλούσε, ανέπνεε. Καταπιεσμένη ανάμεσα στα μαγαζιά που έγιναν trendy μπαράκια, αλλά ανέπνεε. Ή ίσως βαριανάσαινε και δεν το έβλεπα εγώ μπροστά στον ενθουσιασμό των εικόνων…
Άλλαξαν οι συνθήκες. Άλλαξα δουλειά, άλλαξα δρόμους, χάθηκα από το κέντρο. Πάει ήδη ενάμιση χρόνος… Και το’φερε η τύχη για μια συνάντηση ακόμη στα παλιά λημέρια. Έτσι μάλλον γράφονται τα σενάρια! Πέρασα ξανά, Λέκκα και Κολοκοτρώνη. Απογοητευμένος που δεν προχώρησα τόσο καλά τη φωτογραφική μου αποστολή. Δεν είχα καν και το χάρτη μαζί πια! Καταλαβαίνεις…
Όμως οι κουκκίδες ήταν πια στο μυαλό μου! Ή έτσι νόμιζα… Κλειστό το ένα μαγαζί. Ενοικιάζεται το δίπλα. Ένα δήθεν designατο μπαρ το τρίτο. Και η Φίλιπς; Ο κ. Εξαρχόπουλος;
Με μεγάλη μου στεναχώρια, δυο ημέρες μετά το άρθρο της Μαριάντας, συνάντησα τη δική μου “Δωρίς”. Η “Φίλιπς” άδεια! Με πόρτα ανοιχτή και δυο-τρεις τσιγγάνους να μαζεύουν παλιά σίδερα από μέσα… Στο βάθος σκοτάδι. Πήρα το θάρρος να μπω μέσα, να ρωτήσω. Και μπορεί να μοιάζει μελό, μπορεί να μοιάζει φτιαχτό, αλλά δεν είναι… Ο κ. Εξαρχόπουλος καθόταν μέσα, καθιστός σε ένα άδειο, κενό μαγαζί, πάνω σε ένα καφάσι, εκεί που σκάει ο ήλιος από την πόρτα και χωρίζει το σκοτάδι του άδειου μαγαζιού… Ποιά σκηνοθεσία και ποιό έργο! Η ζωή ζωγραφίζει τις πιο δραματικές ασπρόμαυρες εικόνες.
“Τι κάνετε;” ρώτησα… “Σύνταξη;” – “Μπα! Η κρίση“… μου είπε ο κ. Εξαρχόπουλος. Δυο βοηθοί του (παλιοί υπάλληλοι ίσως) αμίλητοι μόνο έγνεφαν. Κανείς δεν μιλούσε… Κανείς δεν είχε όρεξη να μιλήσει. “Και τώρα τι;…“. – “Τώρα τίποτα. Πάνε όλα.” μου απάντησε.
Του θύμησα ποιός ήμουν και πως τον είχα φωτογραφίσει μπροστά στο μαγαζί, περήφανο 5 χρόνια πριν. “Την θέλετε τη φωτογραφία; Να σας τη στείλω; Να την έχετε να θυμάστε” του είπα. – “Ναι την θέλω! Δώσε την δίπλα στο παλιό ταβερνάκι, στον Ανθό, αυτός θα με βρει…“. Και χαμήλωσε τα μάτια συγκινημένος να μην τον κοιτάζω. Δύσκολα.
“Για σκέψου!…” είπα μέσα μου. Σαν παλιά αλυσίδα, που κρατιέται κρίκος-κρίκος ο ένας παλιός με τον άλλον. Και όταν σπάει ο κρίκος, σε στέλνει για να πάρεις ελπίδα στον δίπλα, που κρατάει ακόμη. Για πόσο όμως;
Υπάρχουν πολλές διασταυρώσεις Λέκκα και Κολοκοτρώνη στην Αθήνα. Άλλοι θα σου πουν πως φταίει η κρίση, η κυβέρνηση, η Μέρκελ. Άλλος θα σου πει για τις διαδηλώσεις. Άλλος… άλλος… Δεν ξέρω τι φταίει. Ξέρω όμως ότι αυτό δεν ξαναφτιάχνεται. Ο χάρτης μου με τις κουκκίδες είναι πια ένα μεγάλο λάθος. Οι μισές δεν είναι παρά ανάμνηση. Είτε των ανθρώπων που έφυγαν από εκεί. Είτε της φωτογραφικής ματιάς που δείλιασε να κατέβει μια Κυριακή ακόμη για να τις φωτογραφίσει.
Δεν θα τελειώσω ποτέ αυτό το φωτογραφικό έργο που σκέφτηκα, ο αφελής. Δεν υπάρχει επόμενη Κυριακή που να χωρέσει αυτές τις ματιές της Αθήνας. Φύγανε οι ματιές. Τελειώσανε. Δεν μας περίμεναν. Δεν αξίζουμε μάλλον να μας περιμένουν.
Στη συμβολή Λέκκα και Κολοκοτρώνη, ο χάρτης μου έχει ακόμη ένα λάθος. Δεν τα κατάφερα. Δεν τα καταφέραμε ρε παιδιά.
http://www.yannislarios.com/blog/lekka_kolokotroni/