Μας αρέσει το “Λογοτεχνικά”.
Σκεφτόμαστε λογοτεχνικά. Τι ωραία που χρησιμοποιούμε την ελληνική στο λογοτεχνικό τσουκάλι του μυαλού μας. Αξιοζήλευτα σενάρια και “Ι wanna thank my mother” Oscars.
Κοιτάζουμε λογοτεχνικά. Ξέρεις, όπως ο χαρακτήρας που κοιτάζει έξω από το παράθυρο, ο χαρακτήρας που κοιτάζει το τρένο που φεύγει, ο χαρακτήρας που κοιτάζει μέσα στα μάτια τον άλλο χαρακτήρα, ενώ συγχρόνως σκέφτεται λογοτεχνικά φιλιά. Ή λογοτεχνικά χαστούκια. Και τα δύο άλλωστε βγαίνουν σε πολύ λογοτεχνικές τιμές.
Φιλάμε λογοτεχνικά. Άλλοτε παθιασμένα, άλλοτε γλυκά, άλλοτε αισθησιακά. Άλλοτε “ιουδαϊκά”. Άλλοτε αρνούμαστε να φιλήσουμε. Πάντως λογοτεχνικά.
Ερωτευόμαστε λογοτεχνικά. Φευγαλέα βλέμματα, ανεπαίσθητα αγγίγματα, μπλεγμένα δάχτυλα, χέρια στους ώμους.
Κάνουμε σεξ λογοτεχνικά. Σεντόνια. Αρώματα. Κορμιά. Πρόσωπα. Ανάσες. “Μια συνουσία λογοτεχνική” λέει το άσμα. Τα νιώθεις όλα και “δε νιώθεις τίποτα”.
Θυμώνουμε λογοτεχνικά. Σφιγμένα χείλη, σφίξιμο γροθιάς, φλέβα που διαγράφεται στο μέτωπο. Άρνηση λογοτεχνική.
Μαλώνουμε λογοτεχνικά. Βαρύγδουπες δηλώσεις που θα ζήλευε κι ο Φώσκολος, κλείσιμο της πόρτας με πάταγο, άρπαγμα μπράτσου, που πονάει.
Πονάμε λογοτεχνικά. Τσάι, κουβέρτα, κι έξω βρέχει. Κι αν έξω δε βρέχει, βρέχει μέσα.
Γελάμε λογοτεχνικά. Και “χα” και “χε” και “χο” και “χι”. Και πάλι απ' την αρχή.
Θυμόμαστε λογοτεχνικά. Ενίοτε κι εγωιστικά. Ναι μεν, αλλά.
Γράφουμε λογοτεχνικά. Πώς και τι, και καθώς, και γιατί.
Ζούμε λογοτεχνικά. Σ' αγαπάω, αλλά.
Κάνουμε τα πάντα λογοτεχνικά.
Κάνω τα πάντα λογοτεχνικά.
Ο συγγραφέας μου έχει κάνει πολύ καλή δουλειά. Ο δικός σου?
σχόλια