Μάνα, σε χάνω

Μάνα, σε χάνω Facebook Twitter
0

Οι γιορτινές μέρες ήρθαν και μαζί τους οι διακοπές των Xριστουγέννων.
Με εξαίρεση φυσικά τους ανέργους, οι οποίοι βρίσκονται σε καθεστώς διακοπών όλο το χρόνο. Όχι δουλειά, όχι πολύ φαγητό, όχι ρεύμα και ζεστό νερό. Ελεύθερο κάμπινγκ στην άγονη γραμμή, απολυμένος εν έτει 2014 στην Ελλάδα, ένα και το αυτό.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, ο κάθε φοιτητής στην πόλη του, αναζητά κάποια βασικά πράγματα: να γευτεί σπιτικό φαγητό, να ξαπλώσει σε καθαρά σεντόνια που μυρίζουν ''μαμά'' και φυσικά να δει φίλους και γνωστούς. Πάνω στο τελευταίο σκόνταψα και εγώ, ερχόμενη από την Λακωνική επαρχία όπου σπουδάζω.

Έχοντας γεννηθεί στην Πλάκα και ζώντας στο Κουκάκι από δύο χρονών, δε γίνεται παρά να θεωρώ την Αθήνα, δεύτερη μάνα μου.
Στις παιδικές χαρές του Φιλοπάππου έκανα τις βόλτες μου, στο Παιδικό Μουσείο της Πλάκας χαιρόμουν και στο cine Paris πήγαινα κάθε καλοκαίρι.


Στις πρώτες βόλτες της εφηβείας, το Θησείο ήταν το λιμάνι της παρέας. Τα πεζουλάκια της Αρεοπαγίτου, τα σκαλάκια, η Πνύκα, η Αγία Μαρίνα, όλα μαζί ήταν το δεύτερο σπίτι μας. Μετά ήρθε το Μοναστηράκι, του Ψυρρή και μετά τα Εξάρχεια.


Και όσο περνούσε ο καιρός, κάθε περιοχή, ήταν ένα βήμα προς την ενηλικίωση. Σύνταγμα, Αθηνάς, Ακαδημίας, Κολοκοτρώνη, Σταδίου, Πατησίων, Φωκίωνος Νέγρη, Ναυαρίνου, Αλεξάνδρας. Τόσες περιοχές, τόσες στιγμές.

Μα τώρα, χάνω την μάνα μου. Την βλέπω να σβήνει κάθε μέρα, λίγο λίγο, άλλοτε πιο σιγά και άλλοτε πιο γρήγορα. Πάντα σε απόλυτο συγχρονισμό, με το ρυθμό που σβήνει το χαμόγελο από τα χείλη των κατοίκων της.


Άδεια μαγαζιά που κάποτε έσφυζαν, ρολά σκουριασμένα και προδομένα από το χρόνο. Τζαμαρίες ραγισμένες, σκονισμένες και οι στοές.. Αχ αυτές οι πανέμορφες στοές του κέντρου, στα παιδικά μου μάτια -και όχι μόνο- πάντα έμοιαζαν με γιγάντιες χρονομηχανές. Ταξίδι στο χρόνο, στην Ευρώπη, στις παλιές Ελληνικές ταινίες.

Και τώρα τι; Κάθε φορά που επιστρέφω, μετράω απώλειες. Μαγαζιά κλειστά, άνθρωποι άνεργοι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, πρόωρα συνταξιοδοτημένοι. Άστεγοι στα πεζοδρόμια, άνθρωποι να ψάχνουν τα σκουπίδια. Κτήρια σπασμένα και καμένα, σημεία της πόλης σημαδεμένα ανεξίτηλα από τον άδικο χαμό ανθρώπων. Παντζούρια κλειστά, σπίτια ρημάδια. Η πόλη μου, η μάνα μου, ένα κακοποιημένο και εγκαταλελειμμένο βουβό πρόσωπο, ένα βρώμικο κουφάρι. Μα και οι άνθρωποι, κάθε φορά και πιο σκυφτοί. Κάθε φορά, κάτι λείπει. Κάθε φορά, κάτι μου λείπει.
Και όχι δε θα πω πως παλιά ήταν όλα τέλεια, δε θα χαϊδέψω κανενός τα αυτιά. Κανείς δεν είναι τέλειος άλλωστε. Και οι γονείς μας τέλειοι δεν είναι, μα η ορφάνια είναι άσχημο πράγμα. Η μάνα χάνεται και τα παιδιά καταρρέουν. Αθήνα σε χάνουμε. Και χανόμαστε όλοι.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ