Μια βερολινέζικη ιστορία ανακύκλωσης

Μια βερολινέζικη ιστορία ανακύκλωσης Facebook Twitter
0

Ψάχνει. Πάντα έψαχνε. Τουλάχιστον τα τελευταία δέκα χρόνια. Είχε ένα φακό. Τον άναβε. Και μετά αφού τον δάγκωνε με το στόμα του, έψαχνε προσεκτικά, με σχεδόν χειρουργική ακρίβεια, χρησιμοποιώντας τα χέρια του, μέσα στους κάδους να βρει άδεια πλαστικά μπουκάλια.

Τα μάζευε και για το καθένα έπαιρνε 25 σεντ στην ανακύκλωση. Τα γυάλινα μπουκάλια της μπύρας τα απέφευγε. Ήταν βαριά και δεν έπιαναν παραπάνω από 8 σεντ. Χρήσιμα και οικονομικά συμφέροντα τού ήταν και τα κουτιά αλουμινίου, αλλά έπρεπε κάθε φορά να τα πατά με το πόδι του για να πιάνουν λιγότερο χώρο στις σακούλες που τα συγκέντρωνε.


Δεν έμοιαζε ο Ζέραχ με άστεγο. Και δεν ήταν. Κάποια μέρα, ξαφνικά, η κατά 12 χρόνια μικρότερη γυναίκα του, τού είπε ότι δεν τον θέλει πια. Ότι δεν τον αγαπά πια. Τον κατηγόρησε μάλιστα, ότι έφερνε λίγα χρήματα στο σπίτι. Σίγουρα λιγότερα απ αυτήν. Ο Ζέραχ χρειάστηκε 7 μήνες μέχρι να δεχτεί τον χωρισμό.


Δεν έμοιαζε ο Ζέραχ με άστεγο. Και δεν ήταν. Κάποια μέρα, ξαφνικά, η κατά 12 χρόνια μικρότερη γυναίκα του, τού είπε ότι δεν τον θέλει πια. Ότι δεν τον αγαπά πια. Τον κατηγόρησε μάλιστα, ότι έφερνε λίγα χρήματα στο σπίτι. Σίγουρα λιγότερα απ αυτήν. Ο Ζέραχ χρειάστηκε 7 μήνες μέχρι να δεχτεί τον χωρισμό.


Τους πρώτους μήνες κοιμόταν στον καναπέ, στο σαλόνι. Την αγαπούσε ακόμη την Αλεξάνδρα. Αγαπούσε και τις δυο του κόρες, την μικρή του την Λινέα και την μεγαλύτερη του, την Ανγκέλικα. Αυτές όμως ξαφνικά σταμάτησαν να του μιλούν, ιδιαίτερα η μικρή. Αυτό δεν μπορούσε να το κατανοήσει, αφού η αγάπη του ήταν πάντα παρούσα για αυτές τις τρεις σημαντικές γυναίκες της ζωής του.

Μια νύχτα του Γενάρη, έτσι στα ξαφνικά, μάζεψε τα πράγματά του. Και εξαφανίστηκε.

Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου στο μεγάλο Μάουερπαρκ του Βερολίνου, μετά απο μια υπαίθρια συναυλία, μαζεύει απο τους θαμώνες τα πλαστικά άδεια μπουκάλια του νερού και τα αλουμινένια κουτιά της μπύρας. Είναι τόσα πολλά. Ο Ζέραχ, χωρίς να κοιτά, πλησιάζει ένα νεαρό ζευγάρι που καπνίζει χόρτο, για να μαζέψει τέσσερα αλουμινένια κουτιά που έχουν πετάξει πάνω στο γρασίδι. Σηκώνει τα μάτια του και αντικρύζει την μικρή του, μόλις 16 χρονών. Αυτή, που είχε να του μιλήσει σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο.


Η Λινέα τον προσπερνά με την ματιά της. Σαν να μην τον γνώρισε ποτέ. Ο Ζέραχ νιώθει τα αλουμίνια σαν να ζυγίζουν πέντε κιλά το καθένα. Τα πετά με τρεμάμενα χέρια μέσα στην μεγάλη πλαστική σακούλα. Απομακρύνεται όσο πιο γρήγορα μπορεί. Νιώθει σαν κυνηγημένος, σαν φυγάς. Με την άκρη του ματιού του παρατηρεί την μικρή του να πίνει μια γεμάτη ρουφηξιά απο το τσιγαριλίκι. Παίρνει μαζί του, σαν βίαιο αποχειρετισμό, την μυρωδιά του άχυρου.


Μετά απο 12 μήνες στο ίδιο μέρος που συνάντησε την Λινέα, βρήκε σε έναν κάδο, σε εκείνο το ίδιο πάρκο, κάτω απο ένα άδειο μπουκάλι μπύρας, ένα μικρό δεματάκι με χαρτονομίσματα. Ήταν σίγουρα η κρυμμένη, παράνομη είσπραξη των διακινητών του χόρτου. Τα είχαν ξεχάσει στον κάδο. Κοίταξε δεξιά του. Κοίταξε πίσω και αριστερά του. Κανείς σε ακτίνα διακοσίων μέτρων. Τα έβαλε γρήγορα στο βάθος της πλαστικής του σακούλας που ήταν γεμάτη απο πλαστικά άδεια μπουκάλια.

Ψάχνει. Πάντα έψαχνε. Αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια πέρασαν πολύ πιο γρήγορα απ ότι υπολόγιζε. Ο Ζέραχ είναι πια 57 χρονών. Η Αλεξάνδρα σκέφτεται, θα είναι 45. Η μεγάλη μου 26 και η μικρή μου 24.


Διασχίζει την Μπερλίναλε, στην περιοχή του Πάνκοου, στην βόρεια πλευρά του Βερολίνου και με το μεγάλο του φορτηγό ανακύκλωσης αδειάζει τους κάδους απο τα πλαστικά μπουκάλια. Την εταιρία ανακύκλωσης που ίδρυσε την ονόμασε ''Τα τρια άδεια μπουκάλια''.


Οδηγεί το φορτηγό του και νιώθει γεμάτος απο την αγάπη που του πρόσφεραν, τότε που το 'χε ανάγκη, κάποιες χιλιάδες τέτοια πλαστικά άδεια μπουκάλια. Κάτι που περιέργως δεν του πρόσφεραν οι γεμάτες καρδιές των τριων γυναικών της ζωής του, που για κάποιο περίεργο, ανεξήγητο, λόγο όταν τις σκέφτεται, πάντα σχεδόν δακρύζει.

Ο Ζέραχ συνέχιζε να ψάχνει. Πάντα θα έψαχνε. Δεν μπορεί πια να κάνει αλλιώς. Μέχρι να γεμίσει, κάποια στιγμή το φορτηγό της καρδιάς του, με τα άδεια πλαστικά μπουκάλια της ζωής του.


Εκείνο το βράδι πριν δέκα χρόνια όταν ξαφνικά εξαφανίστηκε, θυμάται την Αλεξάνδρα να τον κοιτά με εκείνο το άδειο βλέμμα της περιφρόνησης και την μικρή του να του λέει, με φωνή γεμάτη απο- όχι βέβαια δικό της- μητρικό θυμό. — Γιατί δεν φεύγεις επιτέλους....?

Ο Ζέραχ έπαψε να ψάχνει. Τον βρήκαν ένα βράδι ξεψυχισμένο μέσα στο κρύο, μέσα σε έναν κάδο ανακύκλωσης. Κάποιοι είπαν πως ο Ζέραχ, συχνά τα βράδια, με τον δαγκωμένο αναμμένο φακό στο στόμα του, έψαχνε να βρει μια ακόμη ''ξεχασμένη'' παράνομη είσπραξη. Δολοφονήθηκε απο εμπόρους ναρκωτικών που ποτέ δεν τους συνέλαβαν. Ήταν χρήσιμοι, μιας και με το εμπόρευμα τους ανακύκλωναν την μόνιμη ανθρώπινη θύμηση και θλίψη σε προσωρινή λήθη και ανακούφιση.


Οι τρεις γυναίκες της ζωής του, έμαθαν για τον θάνατό του, όταν τις κάλεσε ο εξουσιοδοτημένος δικηγόρος του για να τους ανακοινώσει ότι ήταν κληρονόμοι 300.000 ευρώ σε μετρητά και της εταιρίας ανακύκλωσης που πριν πέντε χρόνια είχε ιδρύσει.

Αφιερωμένο στους αντι-ήρωες της παραπάνω ιστορίας το μουσικό κομμάτι του Leonard Kohen ''Αlexandra leaving'', που παρότι είναι εμπνευσμένο απο το ποίημα του Κ.Καβάφη ''Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον'', παρόλα αυτά ταιριάζει με την ύψιστη αξία στην ζωή που ανακυκλώνεται μονάχα και πάντα με νέα ζωή.

 
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ