Μισούσα τη γιαγιά μου, όσο ζούσε. Τη θυμάμαι πάντα ψηλή, αγέλαστη, με ένα ελαφρύ τρέμουλο, απομεινάρι παλιών μικρών εγκεφαλικών και αρχικών σταδίων Parkinson. Ποτέ δεν τα πήγαμε καλά. Υπεραγαπούσα τον παππού μου και τη μισούσα που του δυσκόλευε τη ζωή με την ασθενική ιδιοσυγκρασία της, που μονίμως παραπονιόταν, που του φώναζε, όταν μου έκανε τα χατίρια ή όταν παίζαμε και γελούσαμε δυνατά. Πιστεύω πως, ενδόμυχα, κυρίως τη ζήλευα. Δεν είμαι εγώ ανώτερη της Ηλέκτρας...
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα, όταν ο παππούς πέθανε. Ο συνδετικός κρίκος έσπασε. Και, εκτός των άλλων, η γιαγιά έγινε καλύτερα. Άρχισε να κάνει απλά καθημερινά πράγματα, που παλιά ούτε γι' αστείο δε σκεφτόταν. Τότε όλα βάραιναν τις πλάτες του παππού, εκείνη δεν ήταν αρκετά υγιής για τίποτα. Την κατηγορούσα που εκείνος είχε «φύγει», ενώ αυτή βελτιωνόταν. Όπως αποδείχτηκε, όμως, δεν ήταν αρκετά καλύτερα. «Έφυγε» δυόμιση χρόνια μετά τον παππού. Δεν μπορώ να πω ότι μου έλειψε, δεν έκλαψα για εκείνη. Το μόνο που με στενοχώρησε ήταν που έβλεπα τη μαμά μου λυπημένη.
Ήταν μετά από μερικούς μήνες, όταν έπιασα τη μάνα μου να ξεφυλλίζει κάτι παλιές φωτογραφίες. Έκατσα κι εγώ πλάι της. Είδα εκείνη και το θείο μου παιδιά, τον παππού μου, πρόσωπα που δε γνώριζα, αλλά ήταν σημαντικά για εκείνη, συγκινήθηκα. Το βλέμμα μου έπεσε σε μια ψηλή, μελαχρινή, εντυπωσιακή γυναίκα, χαμογελαστή, πάνω σε ένα άλογο, με στολή ιππασίας. Η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη, κάπως ξεθωριασμένη.
«Διαφήμιση είναι;», ρώτησα, σίγουρη για την καταφατική της απάντηση.
«Είναι η γιαγιά η Ελένη» μού είπε η μαμά μου. «Τότε που δούλευε στο σπίτι της κυρίας Β..., είχαν και άλογα εκεί και της έβγαλαν μια επαγγελματική φωτογραφία».
Ποια γιαγιά; -σκέφτηκα. Η δική μου; Δραστήρια, αλλά κυρίως, χαρούμενη; Κι όμως πόσα δεν ήξερα γι' αυτή και αποτέλεσε το έναυσμα, για να τα μάθω, αυτή η φωτογραφία.
Ήξερα, φυσικά, ότι δεν ήταν ακριβώς γιαγιά μου. Στην πραγματικότητα ήταν θεία της μητέρας μου, αδερφή του μπαμπά της, όμως αυτή και ο άντρας της ήταν οι μόνοι παππούδες που εγώ γνώρισα. Ήξερα ότι ανέλαβε τη μαμά μου και το θείο μου, όταν αυτοί έμειναν ορφανοί. Δεν ήξερα, όμως, ότι τους αγάπησε σαν παιδιά της και την αγάπησαν κι αυτοί. Ότι ήταν για τη μητέρα μου μια πραγματική μάνα. Ότι δούλευε όπου βρει, για να μην τους λείψει τίποτα, καθάριζε σπίτια και σκάλες. Ότι έτρεξε να πάρει τη μάνα μου από το σχολείο, όταν έγινε το πραξικόπημα και πήγαινε καθημερινά φαγητό στα παιδιά στο Πολυτεχνείο. Ότι ήταν πηγή χαράς και αισιοδοξίας, δεν το έβαλε ποτέ κάτω, αλλά ο πόνος κι η αρρώστια της έκλεβαν το χαμόγελο λίγο λίγο, ώσπου δεν της έμεινε πια καθόλου. Ότι πάντα ρωτούσε τη μάνα μου τι κάνω, όταν είχε καιρό να με δει. Ότι μοιάζαμε. Και μοιάζουμε.
Δεν τα ήξερα αυτά, γιατί δε νοιάστηκα να τα μάθω όσο ζούσε. Και τώρα είναι αργά. Ελπίζω, όμως, να μάθουν άλλοι από τα δικά μου λάθη και να είναι καλύτεροι από εμένα. Γιατί ξέρω ότι αγαπώ τη γιαγιά μου, αλλά δεν μπορώ να της το πω.
σχόλια