Κάποτε τραβιόμουν με έναν πολύ όμορφο τύπο. Πραγματικά πολύ όμορφο τύπο, από αυτούς τους αντικειμενικά όμορφους, που σε κάποιους μπορεί να μην αρέσουν, αλλά την ομορφιά τους δε μπορούν παρά να μην την παραδεχθούν. Δε θα αναλωθώ σε περιγραφές, ο καθένας ας φαντασιωθεί μια ομορφιά τέλεια για τα μέτρα και τα σταθμά του.
Για τα δικά μου μέτρα και σταθμά αυτός ο τύπος ήταν σχεδόν γελοία και εξωπραγματικά όμορφος. Γιατί η τέλεια ομορφιά μοιάζει εξωπραγματική μέχρι να την αγγίξεις και την απομυθοποιήσεις εν καιρώ, γεγονός αναπόφευκτο. Εξωπραγματικά μοιάζουν τα πράγματα που έχουν τη χροιά της σπανιότητας, δεν αποτελούν μια ρουτίνα, μία καθημερινή ιστορία. Αν η ομορφιά ήταν μια ιστορία καθημερινή, θα έπαυε να είναι και εξωπραγματική, θα έχανε τη μαγεία της, θα παύαμε να τη θεοποιούμε, να την εξυψώνουμε, οι ποιητές δε θα έγραφαν ποιήματα για αυτή, όπως πια δεν γράφονται αναγεννησιακά ποιήματα για την αγνότητα.
Πίσω στον εξωπραγματικά όμορφο τύπο λοιπόν, ειλικρινά τον πρώτο καιρό έχασκα κάθε φορά που τον έβλεπα, είναι ανθρώπινο. Μπορεί να μου μιλούσε για κάμποσα λεπτά, και στη μέση της συζήτησης να τον σταματούσα για να του επισημάνω το πόσο όμορφος είναι. Μπορεί να διαφωνούσαμε, να έσκαγε ένα χαμόγελο και κάπως έτσι να έληγε η διαφωνία. Παιδαριώδες θα σκεφτεί κάποιος, και ναι μπορεί και να είναι, αλλά έχω την τάση να κάνω σαν παιδί όταν ενθουσιάζομαι με κάτι. Και σαν παιδί όταν βαριέμαι κάτι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Κάποιος επίσης μπορεί να σκεφτεί πως ανάγω την ομορφιά σε αξία. Παραδέχομαι πως θεωρώ την ομορφιά αξία, γιατί δε χρειάζεται απόδειξη. Αυτό δε σημαίνει πως παραγκωνίζω τα λεγόμενα «ουσιαστικά». Στην αρχή ερωτεύεσαι έναν όμορφο τύπο, με όμορφα μάτια και όμορφα χείλη, και όμορφα χέρια, κι έπειτα αγαπάς έναν όμορφο Άνθρωπο ή ξεπερνάς έναν άσχημο, ή έστω αδιάφορο Άνθρωπο.
Έχοντας εξηγήσει κάποια βασικά πράγματα σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπίζω την ομορφιά, φτάνω στην αιτία εκνευρισμού μου. Όσες φορές αυτοσαρκαζόμενη περιέγραφα τον τρόπο που αντιδρούσα στην ομορφιά του, μου επισήμαναν πως θα το χάσω το παιχνίδι μαζί του. Να καταφέρω να τον φέρω στα νερά μου δηλαδή, όπως όλες οι γυναίκες κάνουν, για να θελήσει να είναι επίσημα μαζί μου. Δίνουμε τόση βαρύτητα στα συγκεκριμένα παιχνίδια, που πολλές φορές παρασυρόμαστε τόσο πολύ στους ρόλους μας και χάνουμε στιγμές. Δαγκωνόμαστε για να μην πούμε λόγια όμορφα, μη χάσουμε το παιχνίδι. ΤΟ παιχνίδι. Ποιό παιχνίδι; Ξεστομίζουμε με τόση ευκολία μικρές κακίες, για να καλύψουμε τις δικές μας ανασφάλειες, να δώσουμε μια γερή δόση επιβεβαίωσης στον εαυτό μας, να μειώσουμε κάποιον και να δημιουργήσουμε την πεποίθηση πως πολύ καλύτερα δε θα βρει πουθενά αλλού. Καλά θα κάνει να κάτσει στα αυγά του, σε κάποιο πηγάδι αυτολύπησης, ευχαριστώντας οποιαδήποτε ανώτερη δύναμη που μας έφερε στο δρόμο του. Μπερδεύουμε την ειλικρίνεια με την κακία και τη φοράμε περικεφαλαία στο ξερό μας το κεφάλι «εγώ είμαι ειλικρινής και αν σας αρέσει!». Ξεχνάμε πως και τα όμορφα λόγια μπορούν να είναι ειλικρινή. Μα αυτά τα κρύβουμε. Φοβόμαστε πως ο αποδέκτης θα συνειδητοποιήσει την αξία του και θα μας ποδοπατήσει. Φοβόμαστε μην μας παρεξηγήσουν. Φοβόμαστε ακόμη και να τα δεχθούμε ώρες ώρες, σκεπτόμενοι τους απώτερους σκοπούς εκείνου που τόλμησε να τα ξεστομίσει. Πόσο άρρωστα έχουν αντιστραφεί τα δεδομένα;
Όποιο κι αν ήταν τελικά το παιχνίδι με τον τύπο πάντως, μαζί δεν ήμασταν ποτέ. Τον ερωτεύτηκα και για μερικά «ουσιαστικά» στην πορεία, μα κάπου δεν τα βρήκαμε, στα δικά μου μεγάλα ουσιαστικά δε με βρήκε. Δε μετάνιωσα ποτέ για τα όμορφα λόγια που του είπα, για την ομορφιά του, για την αφέλειά του, για τις μουσικές του, για τη συνήθειά του να φιλά τον ώμο μου όταν ήμασταν ανάμεσα σε κόσμο, για την ανάσα του που τη μύριζα στον ώμο του ώρες μετά, για τον τρόπο που άγγιζε το πρόσωπό μου όταν με φιλούσε. Γιατί ήμουν ειλικρινής. Γιατί έχω αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αποδέχομαι και να παραδέχομαι την ομορφιά των άλλων, ορατή και αόρατη. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν έπρεπε να παίξω τα χαρτιά μου διαφορετικά. Αν έπρεπε να το παίξω μοιραία. Θα συνεχίσω να λέω τα όμορφα, να ενθουσιάζομαι σαν παιδί και να χάνω στα παιχνίδια, κρατώντας λίγες αληθινές στιγμές.