Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 04:30. Ήταν ένα καινούριο ξυπνητήρι που μπορούσες να το ρυθμίσεις, είτε να σε ξυπνήσει θέτοντας σε λειτουργία το ραδιόφωνο, είτε να παίξει κάποιο τραγούδι από εκείνα που του είχεςφορτώσει στην μνήμη. Τυχαία επιλογή. Διάλεξα το δεύτερο. Μου άρεσε πάντα ο έλεγχος των πραγμάτων. Προτιμούσα να ξυπνήσω με την μελωδία μιας από τις δικές μου επιλογές. Ήταν πάντα καλύτερες από αυτές που θα διάλεγε ένας ραδιοφωνικός παραγωγός μέσα στα άγρια χαράματα. Αν με ρωτούσες βέβαια, θα προτιμούσα να μην χτυπήσει. Ποτέ ξανά.
Σηκώθηκα αργά, νωχελικά από το κρεβάτι. Το κρύο κι η υγρασία χτύπησαν το γυμνό κορμί μου. Ξύπνησα για τα καλά. Στο μπάνιο, άφησα το καυτό νερό να τρέχει καθώς άπλωσα μια γενναία ποσότητα αφρού ξυρίσματος στηνπαλάμη μου. Αυτή η πρωινή ιεροτελεστία, είναι ίσως το μόνο πράγμα που απολαμβάνω. Ξυπνάς το πρωί και ξέρεις ότι νίκησες. Έχεις άλλη μια μέρα μπροστά σου.Άλλη μια μάχη να κερδίσεις. Με το σκληρότερο αντίπαλο. Τον εαυτό σου. Δεν ξέρω αν με μισώ, ή πλέον έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι πρέπει να με πολεμάω καθημερινά. Ξυρίστηκα, και αμέσως μπήκα για ντους. Η αίσθηση του καυτού νερού που κυλά πάνω μου λειτουργεί εξαγνιστικά. Αισθάνομαι σαν πολεμιστής που προετοιμάζεται για μάχη. Αυτοσυγκέντρωση, το ζητούμενο. Οι σκέψεις περνούν σαν ξυράφια από το μυαλό μου. Δεν ηρεμώ ποτέ. Ζεσταίνω λίγο περισσότερο το νερό. Ίσως ο πόνος από το κάψιμο, ο φυσικός πόνος, να πάρει για λίγο την θέση του πόνου της ψυχής μου. Τα καταφέρνω. Ξέρω όμως ότι είναι πρόσκαιρο. Παροδικό.
Στέγνωσα το σώμα μου. Είχα κάνει νερά στο μπάνιο. Μερικές μέρες, ευχόμουν να γλιστρήσω, αλλά το σταμάτησα γιατί ποτέ δεν μου άρεσε η ιδέα ότι μετά από κάποιες μέρες θα βρουν το κορμί μου σε μιααποσυντιθέμενη κατάσταση. Θα ήταν ένας άδοξος θάνατος. Δεν μου ταιριάζει. Έπιασα τον εαυτό μου να ψάχνει την ντουλάπα. Έψαχνα να βρω κάτι καλό να φορέσω, κάτι που να μην προδίδει την αναρχία μέσα μου. Σήμερα ήθελα να είμαι πιο σοβαρός. Δεν μπορεί παρά να είναι καλό σημάδι, σκέφτηκα. Τρόμαξα όμως γιατί δεν με είχα συνηθίσει έτσι. Τουλάχιστον όχι στο πρόσφατο παρελθόν. Τι θα ακολουθούσε; Μην το σκέφτεσαι. Ότι είναι να γίνει θα γίνει. Προχώρα. Ντύθηκα. Μπουφάν, κράνος, κλειδιά, τσιγάρα.
Κλείδωσα την πόρτα πίσω μου. Άναψα το φως του διαδρόμου και περπάτησα ως τις σκάλες. Κατέβηκα με μεγάλη προσοχή. Το αριστερό μου γόνατο, μου είπε καλημέρα, με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που κάνει καθημερινά. Έβαλα μπροστά την μηχανή. Την άφησα λίγο να ζεσταθεί, ώσπου να βάλω το κράνος μου. Πάντα ήθελα να πάρω μια μηχανή. Από μικρό παιδί. Ζήλευα αυτήν την ελευθερία του μηχανόβιου. Ισορροπείς σε δύο ρόδες. Και πας γρήγορα. Κλέβεις τον χρόνο. Αν κάποιος είναι ο ληστής των ληστών, αυτός θα είναι αυτός που κατάφερε να κλέψει τον χρόνο. Σκέψου το.
Στο δρόμο αυτή την ώρα κυκλοφορεί ένα περίεργο μίγμα ανθρώπων. Είναι άλλοι που ξυπνούν τόσο νωρίς για να πάνε στις δουλειές τους. Είναι άλλοι που γυρνούν από τις δουλειές τους. Είναι αυτοί, που γυρνούν από την «διασκέδασή» τους. Κι είναι κι οι άλλοι. Αυτοί του δρόμου. Οι αλήτες. Οι ξεχασμένοι από τον Θεό. Κάποιοι από αυτούς πληρώνουν τα δικά τους λάθη. Ίσως τις δικές τους έξης. Φίλε, αυτοί είναι οι πραγματικοί πολεμιστές. Είναι ο κρυφός στρατός που μένει κοιμισμένος σε παγκάκια, στοές και πάρκα. Είναι τρομερό, να έχεις ανθρώπους στον κόσμο και να μην σε θέλουν. Και έτσι να καταλήγεις στον δρόμο. Τόσο φοβερό όσο να μην έχεις ανθρώπους και να μην είσαι στον δρόμο. Γιατί υπάρχει αυτή η δυσαναλογία στον κόσμο; Εμένα μου λείπουν οι άνθρωποί μου...