Οι Αύγουστοι. Οι μεγαλοπρεπείς, οι Καίσαρες. Οι σεβαστοί και οι Αυγούστες. Του Βυζαντίου και της Κλοδίας. Ναι, ομορφιά μου, ναι καρδιά μου. Οι Αύγουστοι των νησιών, των Κυκλάδων. Αυτοί των χωριών της επαρχίας. Ο Αύγουστος της πόλης, ο μοναδικός στο είδος του. Ευρωπαϊκός ή ελληνικός. Ίσως μόνο ελληνικός. Ο φραπές ο γλυκός με το ροζ καλαμάκι. Ο Αύγουστος στα 17 σου, ο Αύγουστος στα 19 σου, ο Αύγουστος στα 25. Ο παιδικός, ο εφηβικός, ο ενήλικος, ο υπερήλικος. Ο Αύγουστος δεν πεθαίνει. Ο τρίτος και φαρμακερός. Ο των 38 μάξιμουμ.
Στον κήπο. Πράσινο παντού. Στα λάχανα, στις μαργαρίτες. Και τα πλακάκια πρασίνισαν. Το μπεκ ποτίζει το γκαζόν. Ρυθμός και χωριάτικες άριες. Ακούγεται ο ήχος δροσερός, θυμίζει ρολόι και κάπου σε μακρινά χιλιόμετρα οι τέττιγες τραγουδούν το Wicked Game. Το τραγούδι του μήνα. Η πανάκεια του Αυγούστου. Η πιο παζολινική κατάληξη από όλους τους Παζολίνι. Η χίμαιρα των χιμαιρών. Ή κάτι τέτοιο. Ο ευαίσθητος κατάλαβε, το ξέρω.
Λίγο πιο πέρα. Στο τραπέζι. Πλαστικό τραπέζι, των γιούφτων και των μεσαίων. "Το πλαστικό τραπέζι είναι το τραπέζι του κόσμου", σκέφτεται ο ήρωας. "Ο Μυστικός Δείπνος θα πρέπει σίγουρα να έγινε σε ένα τέτοιο πλαστικό τραπέζι". Το σταχτοδοχείο μετρά τσιγάρα και τα τσιγάρα μετρούν τις παθιασμένες τζούρες και οι τζούρες ξεπαθιάζονται έξαφνα κι απολογούνται στις ανάσες και οι ανάσες χάνονται και λένε "δε βαριέσαι, μωρή, τόσα μπαλόνια φουσκώσαμε στα πάρτι, άλλη μία χαμένη". Μετά ο ήρωας θυμάται πως πρέπει να εκπνέει τις ανάσες του λες κι είναι οι τελευταίες. Μετά θυμάται πως ούτε ζάχαρο έχει, ούτε την καρδιά του πιασμένη, ούτε και καρκίνο και πως μπορεί να κάνει και κάποια σπατάλη. Ας είναι.
Είναι το καρπούζι. Στο μεγάλο μπολ το γυάλινο, με τους κυματισμούς στο χείλος, τα λέλουδα και τις γραμμώσεις στα τοιχώματα. Ώριμο φρούτο, ζαχαρωμένο και κριτσανιστό, κομμένο κι αλφαδιασμένο λες κι είναι τούβλο σ' οικοδομή. Φρούτο παραγεμιστό με θεία ουσία. Και τα κουκούτσια μιλιούνια να σου μαυρίζουν το κάδρο. Πάντα κάτι θα ενοχλεί το κάδρο. Προβλήματα. Και μετά ο λαϊκός συνειρμός: "Αν ο άνθρωπος ήταν φρούτο θα 'ταν ένα καρπούζι με χιλιάδες κουκούτσια να του θυμίζουν τις έγνοιες του". Ξεκάθαρο.
Κάλτσες στο πάτωμα. Αταίριαχτες. Παράθυρα ανοιχτά, τραβηγμένες σίτες. Τα μόνα έρμαια σ' αυτό τον κόσμο είναι οι ερωτευμένοι και οι κάλτσες. Πάντα θ' ανακατεύονται με τον οποιονδήποτε και το κενό δε θα γεμίζει ποτέ.
Κάθονται. Πέντε έξι άτομα. Κάμποσοι και κάμποσες. Πίνουν. Παγωμένο τσάι ροδάκινο, χυμός ανάμεικτος και τα λαρύγγια ανεβοκατεβαίνουν. Συζητούν. Ακατάπαυστες συνομιλίες, μπιν δερ νταν δατ. Τι μιλάνε κι αυτοί, ομορφιά μου, δεν κουράστηκαν; Καταξιώνονται στο μπούρου-μπούρου. Μην τους λυπάσαι τόσο, ας λυπηθούν οι ίδιοι.
Ακόμα τα τζιτζίκια γρυλίζουν το Wicked Game. Είμαστε πλέον στη μέση. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να πέσει και το "Παραδώσου", της Γαλάνη -άλλος αυγουστιάτικος ύμνος-, μα ο director ζήτησε το πλάνο να είναι εντελώς αμερικανικό. Στους σκηνοθέτες της ζωής θα λες ναι και θα βγάζεις το σκασμό. Δεν είμαστε τώρα να ξεβολευόμαστε. Είναι τέχνη να κινηματογραφείς το συνηθισμένο.
Ο ήρως στον Αύγουστο της επαρχίας. Έχει βουνά, έχει σκύλους που διψούν και μουσουδιάζουν στα γόνατά σου, έχει χωράφια καλαμπόκια που ανεμίζουν τα μαλλιά τους. Κουφώματα αλουμινίου. Και γρίλιες κατεβασμένες. Έχει λίγο από το φλαμανδικό φως της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ποιο καλαμπόκι μοιάζει περισσότερο της Αλίκης; Αυτό. Εκείνο. Όχι αυτό. Ναι. Έχει μια ομορφιά έκπαγλη ο Αύγουστος εδώ, μα τόσο μισητή την ίδια στιγμή. Τι να κάνεις; Οι αντίθετες ουσίες είναι αυτές που ερωτεύονται. Έτσι είναι, μαντάμ. Τι ώρα είναι; Πέντε και τριάντα. "Δουλεύει τώρα", σκέφτεται ο ήρωας. Το μυαλό του παρμένο και χαμένο. Και πότε δεν ήταν; Καλά κάνει. Κανείς δεν χαραμίστηκε σ' αυτό τον κόσμο μη έχοντας για λίγο το μυαλό του στις θήκες του.
Κάλτσες στο πάτωμα. Αταίριαχτες. Παράθυρα ανοιχτά, τραβηγμένες σίτες. Τα μόνα έρμαια σ' αυτό τον κόσμο είναι οι ερωτευμένοι και οι κάλτσες. Πάντα θ' ανακατεύονται με τον οποιονδήποτε και το κενό δε θα γεμίζει ποτέ. Και οι σαγιονάρες ξέβαψαν τώρα και ο καφές τελείωσε και τα εισιτήρια για την Επίδαυρο λιγόστεψαν. Αυλαία και πάμε. Και μετά το σούρουπο. Το καρπούζι ακόμα στέκεται. Φεύγει το αυτοκίνητο κι ο ήχος φριχτός.
Καλοκαίρι. Εξομολογούμενοι στις πανσελήνους. Δεν μένουμε ποτέ χωρίς παρέα. "Θα πάτε διακοπές, θα πάτε θάλασσα;". Κάτι θα κάνουμε. "Μαυρίσατε;". Η ψυχή μας ναι, πιο μαύρη δεν έχει, φίλε. "Έχασες κάνα κιλό;". Ε, είμαι στον όγκο. Απλώνει τα ρούχα και στεγνώνουν απευθείας. Πλένει τα χαλιά σήμερα, αύριο τα σηκώνει. Τακτικά κι άτακτα τα πράγματα εδώ. Σε μια μακρινή θάλασσα, το νερό στεγνώνει πάνω στα βλέφαρά του και του αφήνει το αλάτι ως μνήμη. Η μνήμη. Αέρας δροσερός. Μελτέμι, ετησίες. Τα μαλλιά ανεμίζουν προς τα πίσω και ο ήλιος τού φωτίζει τα μάτια. Και κάπως έτσι ορίστηκε η ομορφιά. Εύκολα.
Θέλεις να πάμε βόλτα; "Θέλω να φύγω". Θα έρθεις λίγο; "Θέλω να φύγω". Μπα που να σκάσεις, σκασμένο. Τι μελαγχολία αυτό το παιδί. "Θέλω να φύγω". Να πας πού; "Θέλω να φύγω". Να πας πού, ρε; "Εκεί". Ας πάει μωρέ, τι να κάνει εδώ; Δεν έχει κάτι εδώ. Ποτέ δεν είχε. Αλλού είναι τα δυνατά, τα μεγάλα. "Κάπου έχω μιαν αγάπη, βρες την μου. Αγάπησέ με. Σε αγαπώ, παντρέψου με".
Να ποτίσω τα λουλούδια; Να το το λάστιχο. Εδώ έτοιμο. Μοιάζουν κάπως μαραμένα. Και τι είναι τα λουλούδια να τα ποτίζεις κάθε μέρα; Η ψυχή σου; Σιγά μην τα ποτίσω. Άφησέ τα να δουν κι αυτά πώς είναι να λαχταράς για κάτι. Θα μάθουν εύκολα. Άφησέ τα και θαύμασε. Έχει θαυμασμό εδώ, κάνει έναν θαυμασμό μεγάλο, παιδί μου. Κάθε προηγούμενη ανησυχία έχει αποβληθεί επιτυχώς δια της λέμφου. Καλοκαίρι. Αύγουστος, αυγουστήσου. "Κάθε στιγμή πρέπει". Πού είναι η στιγμή; Εδώ, στο σταφύλι. Ρόγα τη ρόγα και μια στιγμή. Εκεί, στη συνομιλία. Κάθε μήνυμα και στιγμή. Σε κάθε φωτογραφία.
Χαμένος κι αυτός ο Αύγουστος. Α δεν πειράζει, τόσοι δε χάθηκαν; Σε σένα το λέω για να το ξέρεις. Ο ήρωας καρτερικός όπως πάντα, φρεσκοκουρεμένος κι ανήσυχος. Περιμένει αενάως μήνυμα. Θα περιμένει. Μέχρι να καταλήξει ανοργάνωτη ύλη σε χώμα ή τεφροδόχο. Γιατί ποτέ άλλοτε το "μου χρωστάς έναν Αύγουστο" δεν ήτανε τόσο αναγκαίο, επίκαιρο. Και έγκαιρο. Έναν Αύγουστο χωρίς αυτούς. Ολόκληρο. Από πρώτη ως τριακοστή πρώτη. Μέσα και τα σαββατοκύριακα, μέσα κι οι αργίες. Κάπου μακριά. Κι ας μην έχει καρπούζι, βολεύει και το πεπόνι. Το βαρύ και πράσινο. Όλα πράσινα. Κι ας μην παίζει Chris Isaak, βολεύομαι και μ΄ ένα ορχηστρικό του Desplat. Εγώ θα περιμένω. Νύσταξες μήπως; Υποσχέσου πρώτα και μετά καληνύχτα.
σχόλια