Μου πήρε χρόνια να το συνειδητοποιήσω κι άλλα τόσα να το αποδεχτώ. Είμαστε μόνοι. Ο καθένας απο εμάς είναι μόνος. Υπάρχουν στιγμές συντροφικότητας βέβαια, όμως είναι μια ψευδαίσθηση, ενα placebo αν θες. Δεν μπορείς ποτέ πραγματικά να πάψεις να είσαι μόνος. Μόνοι γεννιόμαστε και μόνοι πεθαίνουμε και ο καθένας μας κουβαλάει αυτή την πικρή αλήθεια κρυμμένη στο πιο βαθύ κι απόκρυφο σημείο της ψυχής του. Την αγνοεί, προσποιείται πως δεν υπάρχει, όμως εκείνη βρίσκεται εκεί και ακούραστα υπενθυμίζει την ύπαρξη της με κάθε ευκαιρία.
Γι' αυτό κι όλοι μας έχουμε αυτή την απεγνωσμένη σχεδόν ανάγκη να μετατρέψουμε το εγώ μας σε ενα "εμείς". Είτε αυτή η ανάγκη παίρνει τη μορφή ενός καρδιακού φίλου, είτε ενός έρωτα, ή κι ενός παιδιού ακόμα, ενός συζύγου, μιας οικογένειας. Θέλουμε να παρακάμψουμε τη μοναξιά μας, να τιθασεύσουμε τον παγερό φόβο πως θα φύγουμε όσο μόνοι ήρθαμε. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση, κατασκευάζει φόρμουλες για να πνίξει όσα φοβάται να αντιμετωπίσει, να τυφλώσει το τέρας στην ντουλάπα, για να πάψει πια να την κατακεραυνώνει με τα άγρυπνα, χωρίς συναίσθημα μάτια του. Κάθε βράδυ, όταν πέφτω για ύπνο είμαι μόνη, ολομόναχη με τις σκέψεις μου κι ακόμα κι αν εγώ προσπαθούσα, ακόμα κι αν κάποιος το επιθυμούσε, δεν θα μπορούσα να τις μοιραστώ, να τις εκφράσω. Βέβαια όταν είσαι δίπλα μου, οι φωνές στο κεφάλι μου σωπαίνουν για λίγο. Για λίγο όμως. Κι αυτή σου την ιδιότητα προσπαθώ να την εκμεταλλευτώ με το να απευθύνομαι σε εσένα, ακόμη κι όταν λείπεις, να όπως τώρα. Ψυχωτική ίσως πουν κάποιοι, απλά μόνη λέω εγώ.
Πάντα φεύγεις, απομακρύνεσαι κι εγώ γυρίζω στο θλιβερό, συνεχή εσωτερικό μου μονόλογο.
Μόνοι όπως είπα. Συνέχεια, αβοήθητα μόνοι. Τι κι αν σ'ακουμπάω, τι κι αν μ'ακουμπάς; Αφού θα φύγεις πάλι, αφού πάλι μόνη μες στο δωμάτιο που μυρίζει κλεισούρα και καπνό θα με βρει το ξημέρωμα, με κλειστά πάντα τα πατζούρια, γιατί ο ήλιος είναι ανεπιθύμητος εδώ, γιατί κάτω απο το φως του τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί. Ούτε τα πρησμένα μάτια απο το ξενύχτι, ούτε τα δάχτυλα μου που τρέμουν ελαφρά (από το κρύο; Μπα).
Ίσως απλά περιμένω μια ανατολή απο χρόνια χαμένη και ίσως όλα να 'ναι καταδικασμένα πριν καν υπάρξουν, πριν καν γεννηθούν.
Η μόνη θεραπεία γι αυτό, αν υπάρχει κάποια, είναι να πείσω τον εαυτό μου πως όλα είναι στιγμές. Μικρές αιωνιότητες. Μικρά "για πάντα" με ημερομηνία λήξης, που γλιστράνε μέσα απ' τα δάχτυλα. Πού σκατά χάθηκε ο ρομαντισμός μου, μου λες;
Ίσως, όμως, τελικά, ίσως μόνο, να μην πειράζει να είμαστε μόνοι, γιατί μπορούμε να είμαστε μόνοι μαζί. Μπορεί οι δαίμονες μου να παίζουν κρυφτό με τους δικούς σου, μπορεί η παρουσία σου να καλύψει το κενό οποιασδήποτε άλλης απουσίας και το ίσως μας να ισοφαρίσει οποιοδήποτε "σίγουρα".
Ίσως οι στιγμές μας, τα θραύσματα αυτά του χρόνου, να είναι αρκετές για να μην ξημερώσω ποτέ ξανά μόνη. Ίσως αν ξέρω πως θα γυρίσεις, να πάψει να με πειράζει που φεύγεις. Ίσως να μη ζητάω να φέρω πίσω όσα χάθηκαν, γιατί θα τα ανακαλύπτω ένα - ένα ξανά μέσα στα μάτια σου και θα θεραπεύω την παγωνιά μου με τη ζέστη του κορμιού σου.
Ίσως κι όχι όμως.
Ίσως μείνω απλά μόνη, να φαντάζομαι πώς θα ήταν αν δεν έφευγες κι ίσως η καταχνιά μέσα μου τα μαυρίσει, τα σκεπάσει όλα κι εσύ δεν προσπαθήσεις ποτέ να την τινάξεις. Μπορεί απλά να συνεχίσω να προσπαθώ να πνίξω το τέρας που κατοικεί στο κεφάλι μου με αλκοόλ, καπνό και καταχρήσεις, χωρίς να μπορώ να δω πως το τέρας τρέφεται από αυτά και δεν πνίγω εκείνο, αλλά το αλλό μικρό κομμάτι μου, εκείνο το κοριτσάκι που χαμογελάει που και που στον καθρέφτη πονηρά, όταν τρώω το αγαπημένο μου παγωτό.
Εκείνο το κοριτσάκι που δεν φοβόταν να νιώσει, γιατί δεν ήξερε τι σημαίνει πόνος. Ζει ακόμη μέσα μου. Αυτή η μικρή πεισματικά γραπώνεται από ότι φωτεινό έχει μείνει και κρύβεται σε γωνιές, που ξέρει πως δεν θα την ψάξω. Κρύβεται στις αναμνήσεις εκείνων των παλιών καλοκαιριών και, ίσως, και εκείνου του πρώτου φιλιού, που είχε γεύση φράουλα και αθωότητας. Κι έτσι επιβιώνει. Για πόσο όμως;
Ίσως απλά περιμένω μια ανατολή απο χρόνια χαμένη και ίσως όλα να 'ναι καταδικασμένα πριν καν υπάρξουν, πριν καν γεννηθούν.
Έντονα αντιθετικό ζεύγος στο μυαλό μου. Ζωή/ Θάνατος. Ζω ή απλά περπατάω σε έναν δρόμο με προδιαγεγραμμένο τέλος; Μια θανατική καταδίκη αν θες.
Κρύος καφές, ξινό κρασί, τσιγάρο. Εξάρτηση. Απουσία.
Χαμογέλα μου και ίσως σταματήσω για λίγο να θρηνώ τα λεπτά που περνούν.
Μου το 'λεγανμ αλλά δεν το κατάλαβα ποτέ ως τώρα. Δεν είναι ο προορισμός που μετράει, αλλά το ταξίδι. Ψήσου να το κάνουμε μαζί αυτό το ταξίδι. Κι όπου κι αν φτάσουμε, θα αξίζει. Κι αν στο τέρμα μας περιμένει γκρεμός, θα θαυμάσουμε για λίγο σιωπηλοί τη θέα, ύστερα θα πετάξω το τσιγάρο μου, θα σου πιάσω το χέρι και θα πηδήξουμε.
Με χαμόγελο. Μαζί!