Υπάρχουν μέρες χλωμές που έχουν ξεχάσει τη μορφή τους. Την άφησαν πίσω σ ένα άνεμο που φύσηξε και πήρε και τις σκέψεις σου μαζί. Το πιο δύσκολο ταξίδι είναι ο νόστος,μόνο στο πηγάδι της λήθης μπορεί να ξεπλυθεί αυτή η άσπλαχνη προσμονή. Ξεθωριάζουν οι αισθήσεις από το κρύο. Κοιτάς τα σύννεφα, τις πιθανότητες τ᾽ ανοιχτά ενδεχόμενα... Αναζητείς τον σκοπό, ψάχνεις την ερώτηση ακόμα κι όταν έχεις την απάντηση. Κάνε λιγάκι υπομονή λένε. Σιωπή τσακίζει τα κόκαλα σου, τρίζουν όπως η ξεκοιλιασμένη καρέκλα του σαλονιού ή το ξύλινο πάτωμα τις φορές εκείνες που η βαρύτητα σ εγκαταλείπει και ο κρότος σου σπάει την ανείπωτη φρικαλεότητα. Χάνεσαι λίγο λίγο σιγά σιγά. Δεν είσαι μισός ου τε ολόκληρος, αερικό που τρυπώνει στους ξεφλουδισμένους τοίχους. Μελαγχολία. Γιατί; για ποιον; για εκείνο το κάτι που χάθηκε ή γι αυτό που δεν ήρθε ποτέ; Όλα στροβιλίζονται, χορεύουν μπερδεύονται. Γίνονται ένα και πάλι τίποτα. Ένα τίποτα που όμως εχει δύναμη να σε τραβά, να σε σβήνει να σε ρίχνει σε εκείνον τον θυμικό ωκεανό που σε ξεβράζει στο ίδιο σκελετωμένο νεκρικό όνειρο.
Έτσι οι μέρες περνούν θυμίζοντας σου εκείνους τους διαβάτες που καρτερικά διασχίζουν την λεωφόρο. Νιώθεις σαν εκείνη ακριβώς τη λεωφόρο που αναμένει το άγγιγμα από τις φθαρμένες σόλες. Εκείνη την αίσθηση που άλλοτε μοιάζει με χάδι και άλλοτε θυμίζει το τραχύ βήμα της ζωής που προχωρά χωρίς να σε ρωτά...Κομψά γοβάκια της μεγάλης ζωής, διάτρητα αθλητικά της παιδικής σου ηλικίας,μπότες, δερμάτινα. Και οι ξυπόλυτοι και ρακένδυτοι. Αυτοί είναι ειδική κατηγορία. Το δράμα τους μοιάζει σαν την ιστορία της λεωφόρου. Αναμένουν τον "Άνθρωπο" για λίγη ζεστασιά, αυτός όμως παραβλέπει αδιάφορα και ποδοπατά αμέριμνα συνεχίζοντας εκείνο τον τσακωμό για τις κληρονομικές διαφορές ή για το πως δεν πήγε καλά η μέρα του χαμένος μέσα στη βουή των εξελίξεων. Τόσο παραπλανημένος μέσα στον τυφώνα της ρουτίνας που δεν ακούει το πιο μεγάλο βουητό. Την ίδια τη ζωή. Την ζωή εκείνη που χτυπά ανάμεσα στα στήθια του που ρέει μεταξύ των πνευμόνων του. Την ζωή εκείνη που σε κάνει να τρέχεις ακόμα κι αν δεν έχεις πόδια επειδή κάποιος σου τα τσάκισε ή γιατί αυτό επέλεξε ο κλήρος για σένα. Την ζωή που σε ανασταίνει και σε δημιουργεί κάθε μέρα ξανά και ξανά αδιάκοπα ακούραστα από το ίδιο χώμα το ίδιο αίμα και νερό κάθε φορά με άλλη σύσταση για άλλους λόγους με μια άλλη εξήγηση για τον ίδιο σκοπό: την εξέλιξη σου. Για εκείνο το βάδισμα προς τον εαυτό. Οχι αυτόν που αντικρίζεις στον καθρέφτη τα κουρασμένα πρωινά που σε αφήνουν μετέωρο ανάμεσα στο όνειρο της νύχτας και τη πραγματικότητα της ημέρας. Ούτε αυτόν που ισορροπεί ανάμεσα στο "πρέπει" και το "θέλω" προσπαθώντας να τυλίξει το κορμί του και κουλουριασμένο πια να τοποθετηθεί σαν χρυσόψαρο στη γυάλα... με την ελπίδα να μοιράζεται την ίδια μνήμη μ᾽ αυτό.
Όχι. Μιλάμε για την ψυχή που πετάει πίσω από τον ορίζοντα της θάλασσας τα πολύχρωμα δειλινά, στο πιο άπατο βυθό κάποιου μακρινού ωκεανού στην πιο μεγάλη λάμψη εκείνου του αστραπόβροντου. Είμαστε τα ταξίδια που ονειρευτήκαμε στη βροχή του καλοκαιριού. Με τίποτα λιγότερο δεν χωρεί συμβιβασμός. Γιατί ο συμβιβασμός ειναι συγκατάβαση,παραίτηση. Ένα ξέπνοο "εν τάξει" σε έναν χώρο γεμάτο χάος. Μια λογική αντίφαση μια παράδοξη τραγελαφικότητα, ένα κακόγουστο αστείο.
Υπάρχουν αυτές οι στιγμές που είναι σαν να τις σέρνει κάποιο αόρατο χέρι ενός μεθυσμένου ανθρώπου και τρέχουν ζαλισμένες στροβιλίζονται γύρω σου ξανά και ξανά και ξανά. Κάνουν κύκλους, είναι κύκλοι. Εσύ μέσα σ αυτούς ψάχνεις ένα χέρι να πιαστείς μήπως ανέβεις ψηλά όπως ο χαρταετός εκείνος. Βρέχει, κι όταν βρέχει ο άνεμος κι οι σταγόνες τσακίζουν το χαρτί σφάζουν τα όνειρα που πετούν και δεν σ᾽ αφήνουν ν ανοίξεις τα φτερά σου. Ύστερα έρχεται η πτώση. Πέφτεις με σταθερή ταχύτητα κοιτάζοντας βουνοκορφές και χιόνια έπειτα ευσταλή κυπαρίσσια και χορτάρια. Ξαφνικά χώμα και πέτρα..Αν είσαι τυχερός συναντάς θάλασσα και χάνεσαι σε μια πολιτεία στον βυθό ξέροντας ότι η ψυχή σου βρήκε ένα υγρό καταφύγιο για να μη μαραθεί ποτέ κανένα άνθος, καμία ελπίδα της πιο μικρής σου ηλικίας κι ας σε πρόλαβε εκείνος που θερίζει τα χωράφια. Βρήκες τη κιβωτό με τα δικά σου όνειρα σε μια θαλασσοταραχή. Ίσως τελικά αυτό να εννοούν κάποιοι ότι κάθε τέλος κουβαλά μια καινούρια αρχή. Μένει να ξετυλίξουμε το δίχτυ.
Και κάπως έτσι ο χαμένος ταξιδιώτης, έρμαιο του χρόνου βαδίζει στους δρόμους με μια τρύπια βαλίτσα. Κιτρινισμένα πουκάμισα, σκονισμένα παπούτσια, εκείνο το ρολόι του παππού ή η παλιά φωτογραφία που του κράταγε συντροφιά τα μοναχικά βράδια της περιπλάνησης πέφτουν ένα ένα κι αφήνουν τα σημάδια τους στον χώμα. Ο ταξιδιώτης όμως δεν το ξέρει. Θαρρεί πως η ζωή του είναι εκεί κάπου στις αποσκευές του ακόμα. Πόσο αδαής θεέ μου. Αλλά έτσι είναι τα κουρασμένα μυαλά που πετούν πάνω από χάρτες σε μακρινές ηπείρους...αφήνουν για ν᾽ αφεθούν. Το ξέρουν δεν το ξέρουν δεν πειράζει. Γιατί ο σκοπός είναι να βρουν τη δική τους "Ιθάκη." Μια ζωή που δεν μπορεί να στριμωχθεί σ ένα σακίδιο ανάμεσα στα αναμνηστικά κάποιας ξεθωριασμένης θύμησης. Και προχωρούν μέσα στη νύχτα. Προχωρούν. Γιατί "οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά"...