«Και τι έκανες τελικά; Τους πλήρωσες;», τα λόγια του ταξιτζή βγήκαν βραχνά μαζί με τον καπνό από το τσιγάρο του. Το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο, εκείνο με τη βέρα, έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο να κρατάει σχεδόν με ευλάβεια το αναμμένο τσιγάρο. Τα μάτια του προς το δρόμο, δεν ξέρω αν έλεγχαν για πεζούς και φανάρια ή απλώς από συνήθεια ήταν στραμμένα προς το οδόστρωμα.
Ο νεαρός στη θέση του συνοδηγού ψιθύρισε με φωνή που άφηνε ωστόσο να φανεί ο κομπασμός και η περηφάνια του, «πρότεινα συμβιβασμό και δέχτηκαν. Από το να μην έπαιρναν καθόλου τα λεφτά τους, τους συνέφερε». Τελειώνοντας τη φράση του «θαύμασε» την αντανάκλασή του στον εξωτερικό καθρέφτη, στρώνοντας λίγο τα κοντοκουρεμμένα του μαλλιά.
Δεν παρακολουθούσα από την αρχή τη συζήτησή τους. Δεν ήξερα τον νεαρό από τη μία, δεν είχα την όρεξη να ακούσω απ' τη άλλη. Αλλά στη λέξη «συμβιβασμό», πάγωσα. Ξεροκατάπια και το χάζεμα έξω από το παράθυρο έγινε πλέον ανάγκη. Ένιωσα ότι τόσο οδηγός όσο και συνεπιβάτης με κάρφωσαν με τα μάτια τους, ο μεν από το καθρεφτάκι και ο άλλος από τον εξωτερικό καθρέφτη. Σαν να περίμεναν την απολογία μου για τους συμβιβασμούς που είχα κάνει εγώ. Τους τότε και τους τώρα.
Ζήτησα να κατέβω στο επόμενο φανάρι, πολύ νωρίτερα απ' ότι είχα πρωτοπεί, πολλή μικρότερη η πληρωμή για τον ταξιτζή, που δεν μου είπε ούτε καληνύχτα. Αλλά εγώ πνιγόμουν· μέσα στα δερμάτινα καθίσματα που είχαν ποτίσει τη μυρωδιά τσιγάρου και φτηνού αρώματος. Είδα το ταξί να απομακρύνεται και ένιωσα τα πόδια μου να ριζώνουν στο βρώμικο πεζοδρόμιο.
Κοντοστάθηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα, λες και ο κρύος αέρας θα καθάριζε το μυαλό μου από τους συμβιβασμούς που χόρευαν κοροϊδευτικά και ταυτόχρονα πανηγυρικά μέσα στο κεφάλι μου. Ξεκίνησα να περπατώ αργά, ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο λόγω περασμένης ώρας, σαν μικρό παιδί που μαθαίνει να περπατάει για πρώτη φορά. Και τους είδα να περνάνε μπροστά μου, σαν φευγαλέες εικόνες. Τους άκουσα να επαναλαμβάνουν λόγια, που εγώ πρωτοείπα στη θέση λέξεων που φοβόμουν να προφέρω. Και τους ξανάνιωσα όλους, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Από το μικρότερο συμβιβασμό, μέχρι και τον μεγαλύτερο.
Ίσως αν είχα μάθει να «περπατάω» τη ζωή σωστά από την αρχή, να ήταν αλλιώς. Στη θέση σαθρών διακανονισμών και συμβιβασμών να είχα αναμνήσεις. Δεν θα ήταν όλες «ευτυχισμένες αναμνήσεις»,το ξέρω. Αλλά θα ήταν δημιουργήματα των επιλογών μου.
Απ΄ότι λένε όμως ποτέ δεν είναι αργά. Θα μάθω να «ξαναπερπατάω» τη ζωή μου. Θα ξανακάνω τα πρώτα μου βήματα, χωρίς τα λάθη των προηγούμενων. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Τουλάχιστον θα προσπαθήσω...
σχόλια