Κι ήσουν εκεί, όμως δεν μιλούσες. Φανταζόμουν την ανάσα σου σαν πύρινη αύρα, να χαϊδεύει τα χείλη σου. Ήσουν εκεί κι όμως σιωπούσες. Με τα μάτια σου κλειστά ταξίδευες σε απογεύματα ατελείωτα, σε ηλιοβασιλέματα τόσο μόνα, τόσο σπαρακτικά μικρά. Σε ξέρω τόσο λίγο κι όμως μπορώ να μαντέψω τη σκέψη σου, τις εικόνες του μυαλού σου, την υφή της ζωής σου.
Δεν σου μιλώ κι όμως ξέρεις πως είμαι εκεί. Δύο ανάσες είναι αρκετές να πουν ένα αντίο. Σε δύο δάκρυα πνίγεται η στιγμή, κυλά με βάσανο στις υπάρξεις μας και φθείρεται και υπομένει τα λάθη μας και επιμένει στα πάθη μας. Ο απόηχος της σκέψης σου ακούγεται σαν κεραυνός μέσα στη σιωπή. Ξέρω ότι είσαι ακόμα εκεί. Ξέρω πως σφίγγεις τα δόντια και τις γροθιές σου, πως προσπαθείς να κλείσεις το κεφάλι σου μέσα στους ώμους σου, μην ακουστεί το δάκρυ σου, μην ακουστεί η σκέψη που δεν θες να μοιραστείς. Ανοίγεις το στόμα να πεις μια λέξη και το μετανιώνεις. Εγώ τέντωσα τ' αυτιά ν' ακούσω, ν' ακούσω τα χείλη σου που αγκαλιάζονται ξανά και σφίγγονται λες και χορεύουν υπό το ρυθμό της ανάσας σου. Μετάνιωσες, το ξέρω. Δεν θες να δώσεις ελπίδες απελπισίας, δεν θες να σπείρεις διλήμματα, δεν θες να διχάσεις και να διχαστείς.
Κι ήσουν εκεί κι όμως σιωπούσες. Κι όμως σκεφτόσουν τη συνάντηση στην αμμουδιά, τον καυτό ήλιο, την άμμο που αγκάλιαζε γλυκά τα πόδια μας, την αλμύρα των χειλιών μας, τη θέρμη και τον ιδρώτα των κορμιών μας... Η θάλασσα μας έστελνε με τους ανέμους τραγούδια, μας δρόσιζε, γλυκά μας αγκάλιαζε, μας φρόντιζε σαν παιδιά της. Το κύμα της μας δίδασκε πότε μια αλήθεια και πότε ένα ψέμα. Κι εμείς παίζαμε τα παιχνίδια μας σαν παιδιά με τα νερά της, με την άμμο της, με την αλμύρα της. Ξαπλώναμε αγκαλιά και γελούσαμε και παίζαμε και την αφήναμε να μας χαϊδεύει τα πόδια και τα χέρια με τα βελούδινα ακροδάχτυλά της, σα να 'μαστε εύθραυστα αντικείμενα, σα να 'μασταν από σύννεφο και φοβόταν μην εξατμιστούμε.
Γλυκά ήταν τα φιλιά και τα χάδια, τα ηλιοβασιλέματα στην ακρογιαλιά... Πέρασε σαν αστραπή ο καιρός και μεγαλώσαμε μεσ' σε μια νύχτα. Κι έμεινε η αλμύρα στο στόμα μας, από τα χείλη μας χάθηκε το φιλί, χάθηκε η θέρμη και ο ιδρώτας του κορμιού. Η ακρογιαλιά μοιάζει σα ξένη, σα φίλη απ' τα παλιά, σαν ερωμένη. Και υπομένει τα λάθη μας και επιμένει στα πάθη μας. Στέλνει τραγούδια σα Σειρήνα, να δελεάσει το αυτί και την ψυχή να γυρίσει, να μιλήσει. Και μεγαλώσαμε απότομα, με ένα δάκρυ, σοβαρέψαμε, σιωπήσαμε. Ψεύτης εσύ, ψεύτρα κι εγώ που είπαμε πως θα ήταν εύκολο τ' αντίο. Ψεύτες κι οι δύο που είπαμε ότι θα χωριζόμασταν σαν έρθει το πρώτο φθινοπωρινό κρύο. Είμαστε εδώ, σε μια απόσταση αναπνοής κι όμως μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Εσύ εκεί, εγώ εδώ. Εγώ εδώ, εσύ εκεί. Κι όμως είμαστε ακόμη μαζί κι όμως σιωπούμε. Τόσο κοντά οι καρδιές κι όμως τόσο μακριά λόγω των πρέπει.
Στο μυαλό μου η ανάσα σου γίνεται ψίθυρος, σαν τότε στ' ατελείωτα απογεύματα στην αμμουδιά, που με κρατούσες σφιχτά στην αγκαλιά σου και μας χάιδευε το κύμα και μου 'λεγες ιστορίες γι' αγάπες, για πάθη, για έρωτες... Κι εγώ σώπαινα και τέντωνα τ' αυτιά για ν' ακούσω και κατάπινα τα λόγια σου με λαιμαργία. Και ενώ μιλούσες και πουλιά φτερούγιζαν από τα χείλη σου, ξέκλεβα χρόνο και κοιτούσα το γαλάζιο των ματιών σου, σαν ουρανός και θάλασσα μαζί... Ξέκλεβα χρόνο και σε θαύμαζα και εσύ απορούσες που χανόμουν, σε ποιες σκέψεις βυθιζόμουν... Κι ενώ μιλούσες έγερνες λίγο το κεφάλι σου, έπαυες για μια στιγμή, χαμογελούσες στραβά και τότε επέστρεφα απ' το όνειρο, από την παραζάλη, απ' το γλυκό μεθύσι της ύπαρξής σου.
Δεν περίμενες ποτέ να είναι δύσκολο τ' αντίο. Ούτε κι εγώ. Ψεύτης εσύ, ψεύτρα κι εγώ. Μα εδώ που είμαστε κι εσύ σιωπάς κι εγώ σιωπώ. Τα χέρια απλώνουμε κι οι δύο και πιάνουμε στη χούφτα μας κενό γιατί το μετανιώνουμε. Σπρώχνουμε μακριά καράβια με στιγμές και όνειρα που κάναμε καθισμένοι επάνω στα βράχια. Τότε που εσύ με το ένα χέρι μου έκλεισες τα μάτια και με το άλλο άφηνες στα μαλλιά μου στεφάνι από αγριολούλουδα. Τότε που μου χάρισες αυτό το κοχύλι για το λαιμό, που μου το φόρεσες χαϊδεύοντας μου το λαιμό με τ' ακροδάχτυλά σου και άφηνες την ανάσα σου καυτή δίπλα στ' αυτί μου. Εκεί σου χάρισα το πρώτο μας φιλί κι εκεί μου είπες πως μοιάζω με την άνοιξη. Αυτά θυμάμαι και δακρύζω και μετανιώνω που επέμεινα στα λάθη κι όχι στα πάθη μας.
Όμως σιωπή... Κάποιοι λυγμοί σου πλανιώνται στον αέρα. Κρύβεις το πρόσωπό σου στις παλάμες σου και γυρίζεις την πλάτη. Δακρύζω κι εγώ και φαντάζομαι τη θάλασσα των δακρύων σου, μυρίζω την αλμύρα τους και θυμάμαι το ακρογιάλι μας. Σίγουρα τα μάτια σου θα έχουν πάρει την υφή του υδράργυρου από τα δάκρυα, θα είναι σα μικρά ολόγιωμα φεγγάρια. Και τι δεν θα 'δινα για ένα σου βλέμμα, για μια σου λέξη, έστω για ένα σου ψέμα ότι θα βρεθούμε ξανά εδώ μετά από χρόνια. Αλλά μόνο δάκρυα στη σιωπή.
Δεν θα ξεχάσω τη φωνή σου όταν μου ψιθύριζες στ' αυτί τις ιστορίες σου. Δεν θα ξεχάσω τα τραγούδια που μου είπες τα βράδια γύρω απ' τη φωτιά, πρώτου πλαγιάσουμε στο αλμυρό κρεβάτι μας. Έκλεισα τη φωνή σου κρυφά μεσ' το κοχύλι που μου χάρισες. Παίρνω μαζί μου ένα κομμάτι σου όπως και να 'χει. Θα το φυλάω στου κρεβατιού μου το προσκέφαλο για να μου ψιθυρίζει τα βράδια της αϋπνίας μου δικές σου ιστορίες, δικές μας ιστορίες, δικά μας πάθη. Δεν σου μιλώ κι όμως διαβάζεις τις σκέψεις μου μεσ' τη σιωπή μας. Γι' αυτό τα μάτια μας ποτίζουν με δάκρυα τα χείλη μας. Γιατί επιμείναμε στα λάθη μας κι όχι στα πάθη μας, γιατί αφήσαμε τη μια στιγμή ν' αποφασίσει και όχι τις πολλές, γιατί ήμασταν και οι δύο τόσο ψεύτες. Ψεύτης κι εσύ, ψεύτρα κι εγώ που είπαμε και πιστέψαμε πως δεν τελειώνουν όλα εδώ, πως θα υπάρξουν κι άλλες στιγμές, σε άλλες παραλίες, σε άλλες εποχές... Κι όμως τόσα χρόνια μετά, στο ίδιο ακρογιάλι, στην ίδια αμμουδιά, βρισκόμαστε και προσπερνιόμαστε δίχως ένα κοντινό βλέμμα, δίχως ένα γεια, δίχως ένα χαμόγελο. Πόσο ψυχρή γίνεται με τα χρόνια η καρδιά έτσι;
σχόλια