Στο πάρκο πίσω από το σπίτι μας ζει ένας "γίγαντας" που έχει κάνει το παγκάκι σπίτι του και τον ουρανό ταβάνι. Τεράστιος αλλά αβοήθητος έχει κρυφτεί εκεί, μακριά απ' τη Χώρα του Αν.
Εκεί τον συνάντησα και εγώ. Ένα απόγευμα καθώς πήγαινα σε κοντινό εμπορικό να αγοράσω ένα δώρο για κάποιο πάρτι που θα πήγαινα το γιο μου το Σάββατο. Με μία μερίδα γεμιστά και ένα μπουκάλι νερό περπάτησα διστακτικά προς το μέρος του φοβούμενη πολύ πως θα με υποδεχτεί μες στο σκοτάδι.
Εγώ, μία Άννα στη χώρα των θαυμάτων – μια ιστορία που δεν διάβασα ποτέ και ας πιστεύω ακόμα στα θαύματα. Αυτός καθιστός στο παγκάκι με τα μάτια στην πλάτη ένιωθες να ανατριχιάζει καθώς τα φώτα του αυτοκινήτου μου φώτισαν για λίγο τον κόσμο του και αισθάνθηκε ότι κάποιος τον πλησιάζει.
Έκανα δύο ακόμα φοβισμένα βήματα προς το μέρος του και αυτός γύρισε και με κοίταξε με πρόσωπο παιδιού.
- Σας έφερα γεμιστά και νεράκι, του είπα
- Ευχαριστώ, εκείνος.
Ένας διάλογος δευτερολέπτου με τόσο νόημα. Πολύ περισσότερο από αυτά που λέμε καθημερινά οι «φίλοι», σύζυγοι, συγγενείς μεταξύ μας.
Βλέπεις στη Χώρα του Αν οι άνθρωποι έπαψαν να μιλούν. Συναλλάσσονται μόνο. Αγοράζουν, πουλάνε και νομίζουν ότι το χρήμα τους μπορεί να καταφέρει τα πάντα.
Στη Χώρα του Αν κανείς δεν τρώει πια στο ίδιο τραπέζι με τον άλλο, ούτε μοιράζεται το φαγητό του. Μόνο καταβροχθίζουμε λαίμαργα ότι βρεθεί στο δρόμο μας ακόμα και συνανθρώπους. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν γίγαντες που κοιμούνται σε παγκάκια και αν υπάρχουν εμείς κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε, με την δικαιολογία ότι τα ταβάνια των σπιτιών μας δεν είναι από ουρανό αλλά από τσιμέντο.
Στη Χώρα του Αν οι λιγοστοί ονειροπόλοι κρύβονται στα σπίτια τους και σωπαίνουν και τα βιβλία των παιδιών στα σχολεία δεν μιλούν για όνειρα αλλά μόνο για το τι λένε οι ετικέτες των προϊόντων στα supermarket και οι πινακίδες στο δρόμο.
Στη Χώρα του Αν το αλφάβητο της επικοινωνίας είναι η βία και με αυτή μάθαμε τα παιδιά μας να εκφράζονται.
Στη Χώρα του Αν όλα είναι αν και αν και αν...
Όλα εκτός από μία Άννα, τη μάνα μου, που με κουβαλάει ακόμα στα χέρια σαν μωρό και φοβάται να με αφήσει να περπατήσω μόνη μου μπας και πέσω και της χτυπήσω. Σαράντα εγώ. Εξήντα πέντε σχεδόν εκείνη κι όμως καταφέρνει ακόμα και με πείθει ότι όλα θα πάνε καλά, σύντομα, στη Χώρα του Αν.